Λίστες ληστειών
Στην Κέρκυρα υπάρχουν οι Στοές του Λιστόν, στη Σπιανάδα. Οι τουριστικοί οδηγοί εξηγούν ότι οι στοές έλκουν την ονομασία τους από ένα λογοπαίγνιο που έκαναν οι Κερκυραίοι με τη βενετσιάνικη lista, που σημαίνει πλατύς και ίσιος δρόμος, αλλά σημαίνει και τον ξύλινο πίνακα στον οποίο αναγράφονται κατάλογοι. Εν προκειμένω, μιλούμε για τους καταλόγους με τα ονόματα των ευγενών, το Libro d’ Oro όσων είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα να κάνουν τους περιπάτους τους στους πλατείς και ευθείς δρόμους της Βενετίας ή και της Κέρκυρας, που ήθελε να είναι η προσομοίωσή της. Το παράδοξο είναι ότι τα κτίρια της κερκυραϊκής Σπιανάδας και οι Στοές του Λιστόν κατασκευάστηκαν από τους αρχιτέκτονες της αυτοκρατορικής Γαλλίας σε μια περίοδο που η βενετσιάνικη επιρροή στην Κέρκυρα ήταν πια παρελθόν. Φαίνεται ότι οι ευγενείς της εποχής δεν είχαν κανένα πρόβλημα προσαρμογής στο νέο καθεστώς κατοχής -τι Βενετία, τι Γαλλία-, αρκεί να μη διακινδύνευαν την θέση τους στο «χρυσό βιβλίο» και το αποκλειστικό προνόμιο του περιπάτου στις «λίστες».
Σε αντίθεση με τους ευγενείς του 19ου αιώνα, οι εγχώριοι ευγενείς της εποχής μας δεν θέλουν τα ονόματά τους να κυκλοφορούν σε κανενός είδους λίστα. Αν ήταν δυνατόν θα ήθελαν να κάνουν delete τα ονόματά τους από κάθε λίστα που κυκλοφορεί. Ακόμη κι αν πρόκειται απλώς για τηλεφωνικούς καταλόγους. Υπάρχουν, βεβαίως, οι λίστες του «Forbes», στις οποίες αρκετοί γηγενείς Μίδες ήθελαν σαν τρελοί άλλοτε να περιλαμβάνονται, κι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους γι’ αυτό, ακόμη και φουσκώνοντας τον προσωπικό και επιχειρηματικό τους πλούτο. Αλλά, παρήλθαν οι μέρες της πλουτοκρατικής αυθάδειας και αλαζονείας. Τώρα όλοι προτιμούν να εμφανίζονται ως πτωχοποιημένοι πλουτοκράτες, θύματα κι αυτοί της εθνικής τραγωδίας, ως ευγενείς φτωχομπινέδες. Ζούμε μια αναγκαστική αντιστροφή αξιών. Το ’χουμε ξαναπεί: Η κυριότερη έγνοια των πλουσίων δεν είναι πια η επίδειξη του πλούτου τους, αλλά η απόκρυψή του.
Από την άποψη αυτή, δεν είναι παράδοξο που το στικάκι του Βενιζέλου, που πριν ήταν CD του Παπακωνσταντίνου και πιο πριν της Λαγκάρντ. και το οποίο πέρασε από τα χέρια του Καπελέρη, του Διώτη και κύριος οίδε πόσων άλλων προσώπων και το οποίο προφανώς κυκλοφορούσε για δυο χρόνια σε δεκάδες, αν όχι και εκατοντάδες αντίγραφα, άντεξε τόσο καιρό χωρίς να «σπάσει» την ομερτά, τη συνωμοσία σιωπής που επέτρεπε μόνο φήμες και θεωρίες συνωμοσίας, αλλά καθόλου «αποκαλύψεις» για το περιεχόμενο της περίφημης λίστας Λαγκάρντ. Κανένα μέσο από τα περιώνυμα της «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας, ούτε από τα άλλα, της λαϊκής ή της σοβαρής συστημικής ενημέρωσης, δεν τόλμησε να παραβιάσει τον άρρητο κανόνα, μέχρι που βρέθηκε ο αδύναμος κρίκος… Θεωρίες συνωμοσίας για το πώς και γιατί έσπασε η αλυσίδα σε ένα περιοδικό εκτός «εκδοτικού συστήματος» υπάρχουν πολλές. Αλλά το γεγονός είναι ένα. Το «στικάκι» περιφερόταν για μέρες σε αρκετά γραφεία εκδοτών, αλλά κανείς δεν είχε την… ευγένεια να μοιραστεί μαζί μας το περιεχόμενό του. Γιατί; Γιατί στη λίστα Λαγκάρντ, όπως και σε άλλες λίστες που μπορεί να καταρτίσει κανείς ανά τράπεζα εξωτερικού, ανά χώρα, ανά υπεράκτιο φορολογικό παράδεισο, ανά ύψος φοροκλοπής και εισφοροκλοπής, στις δεκάδες λίστες αποθησαύρισης ή απόκρυψης του πλούτου που μπορεί να καταρτιστούν και καλύπτονται από ποικίλα απόρρητα πέραν του τραπεζικού και προστασίες προσωπικών δεδομένων, κυκλοφορεί ο περιούσιος λαός αυτής της χώρας. Ο ανθός της επιχειρηματικότητας και της κεφαλαιακής συσσώρευσης από κάθε πηγή και αιτία. Η πυραμίδα του πλούτου έχει ονοματεπώνυμα, τουλάχιστον στην κορυφή της.
Η δημοσιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ, εκτός από το φαιδρό ένταλμα σύλληψης που εδραίωσε την πεποίθηση της κοινής γνώμης ότι ζούμε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, έγινε δεκτή με σιωπές και με ξινίλες. Ανάμεσα στις ξινίλες ξεχωρίζουν κάποια κομψά επιχειρήματα: το να έχει κανείς καταθέσεις σε ελβετική τράπεζα δεν σημαίνει ότι παρανομεί. Σωστό. Ούτε ότι φοροδιαφεύγει. Σωστό, επίσης. Δεν απαγορεύεται να είναι κανείς πλούσιος. Κι αυτό σωστό είναι. Κι επίσης, η περιβόητη λίστα των 2.000 πλουσίων αντιστοιχεί σε καταθέσεις μόλις 2 δισ. ευρώ. Κατάθεση 1 εκατ. ευρώ κατά κεφαλήν. Δηλαδή, τρίχες. Άνθρακες ο θησαυρός. Πράγματι, η λίστα αυτή δεν μας κάνει σοφότερους. Ούτε και πλουσιότερους ως χρεοκοπημένη χώρα, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι όλες οι καταθέσεις αντιστοιχούν σε φοροδιαφυγή, ακόμη και σε αμιγώς μαύρο χρήμα.
Ωστόσο, η εικόνα θα άλλαζε αν είχαμε και τις υπόλοιπες λίστες στα χέρια μας. Η Ελβετία έχει πολλές τράπεζες-φρούρια πλούτου. Το ίδιο και η Γερμανία, προσφιλής αποταμιευτικός προορισμός την τελευταία τριετία. Το ίδιο και το Λουξεμβούργο, ένα υπεράνω πάσης υποψίας παγκόσμιο πλυντήριο-αποθετήριο χρήματος κάθε προέλευσης. Υπάρχει και το private banking που φιλοξενεί το τραπεζικό σύστημα κάθε χώρας που σέβεται τον εαυτό της, ακόμη και στην Ευρωζώνη. Υπάρχουν οι υπεράκτιοι φορολογικοί παράδεισοι, υπάρχουν οι βρετανικές και οι αμερικανικές τράπεζες ή οι ελάχιστα γνωστές τραπεζικές φίρμες της Καραϊβικής. Υπάρχουν ακόμη κι οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες οι οποίες διαθέτουν ένα προνομιακό πλαίσιο προστασίας για τα χοντρά πορτοφόλια, για τη λιμνάζουσα ρευστότητα που οι κάτοχοί τους θα χρειάζονταν πολλές ζωές για να καταναλώσουν. Αν για κάθε πιθανό καταφύγιο του πλούτου διαθέταμε μια λίστα, θα είχαμε μια πληρέστερη εικόνα για τη μεγάλη αρπαχτή που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα. Ενδεχομένως με τον πιο νομότυπο τρόπο.
Το χρήμα που έχει διακτινιστεί προς όλες τις κατευθύνσεις του οικονομικού σύμπαντος κατά την τριετία της ελληνικής κρίσης αφηγείται την ιστορία της οικονομικής μας παρακμής. Συμπυκνώνει τα μικρά και μεγάλα κύματα λεηλασίας που συντελέστηκαν εις βάρος της κοινωνίας, συχνά με την εξαγορά, τον εκμαυλισμό και τη συνενοχή ενός μεγάλου τμήματός της. Αυτή είναι η συμβολική αξία της «λιστομαχίας», αν κατάφερνε κανείς να την οδηγήσει στα άκρα. Με όλα τα ονόματα. Ακόμη κι αν κανείς είναι τόσο ακραιφνής φιλελεύθερος ώστε να πιστεύει ότι το χρήμα γεννάει χρήμα και πως το κεφάλαιο δικαιούται αμοιβή εκατονταπλάσια από αυτήν της εργασίας, είναι μάλλον απίθανο να αποδείξει το «φυσιολογικό», το «νόμιμο» και το «ηθικό» της μαζικής φυγής του πλούτου από τον χώρο στον οποίο γεννήθηκε, στον οποίο σήμερα υπάρχουν μόνο παραγωγικά ερείπια. Είναι εξίσου φυσιολογικό με το γεγονός ότι η σοβιετική νομενκλατούρα του 1989 έγινε η νέα ρωσική ολιγαρχία του 1990 και εντεύθεν, με όλο τον φυσικό πλούτο της χώρας στον έλεγχό της.
Οι λίστες του πλούτου μάς αφηγούνται ιστορίες ληστείας. Της ληστείας του χρηματιστηρίου, της ληστείας των κοινοτικών και κρατικών επιδοτήσεων, της ληστείας της απελευθέρωσης των αγορών, της ληστείας του πολιτικού χρήματος, της ληστείας της διαφθοράς κρατικών λειτουργών, της ληστείας της ολυμπιακής φούσκας, της ληστείας του χρηματοπιστωτικού big bang, της ληστείας της ευρωπαϊκής μεγαλομανίας, της ληστείας σε βάρος των κρατικών προμηθειών. Όλες αυτές οι διαδοχικές ληστείες μοιάζουν με ορφανά εγκλήματα. Μέχρι τώρα ξέραμε το έγκλημα και τον χώρο που συντελέστηκε, ξέραμε τα θύματα και τα όργανα εξόντωσής τους, ξέραμε και τους ηθικούς αυτουργούς. Αγνοούσαμε -ή κάναμε πως αγνοούσαμε- τους φυσικούς αυτουργούς. Αυτό το περίεργο συνονθύλευμα ιθύνουσας τάξης έχει μοναδικά συνεκτικά στοιχεία τον τυχοδιωκτισμό και την απληστία, ακόμη κι αυτή την έσχατη ώρα που η χώρα μοιάζει να ψυχορραγεί. Ευκαιρία να μάθουμε, λοιπόν, τους φυσικούς αυτουργούς της μεγάλης αρπαχτής. Με λίστες ή και χωρίς αυτές. Άλλωστε, αν όλοι αυτοί έχουν την πεποίθηση ότι απέκτησαν τον πλούτο τους με τον πιο φυσιολογικό και νομότυπο τρόπο, δεν έχουν λόγους να κρύβονται ή να ντρέπονται γι’ αυτόν. Ή μήπως έχουν;
ΚΙΜΠΙ