Πέφτουν στο κενό, ας μην πέσουν και στο κενό της ιστορίας..
Ευγένιος Ανδρικόπουλος
Τώρα μας κλέβουν τον ήλιο μας.. Ως πριν τους Μάηδες της ζωής μας. Όπως του Σικάγου το 1886. Της Θεσσαλονίκης το 1936. Του Παρισιού το 1968 κατά πως είχε γράψει και ο αλησμόνητος Ρούσος Βρανάς.
Λιγοστεύει το λάδι από το καντήλι των ψευδών υποσχέσεων ώσπου το ισχαιμικό φως να σβήσει τελείως μαζί με την ελπίδα. Νύχτα.. Πνιγηρή.. Των χρηματοπιστωτικών ξωτικών.. Που οι κόρες των ανθρώπινων ματιών δεν προσαρμόζονται στο πηχτό της σκοτάδι γιατί φωλιάζει στον νου..
Και ζωή σε μαύρο φόντο δεν υφίσταται.
Αποφασίζει έτσι ο νους να βγει στο φως ενός άλλου ηλιόλουστου Σύμπαντος. Όπου η ζωή δεν πιστώνεται από τα τοκογλυφικά επιτόκια.
Και δίνει στο σώμα φτερά.
Πότε από τον πέμπτο και πότε από τον έκτο για να είναι σίγουρη και αριθμημένη η θέση στο ταξίδι. Ενίοτε το πυρπολεί ή το εγκαταλείπει να αιωρείται ως εκκρεμές σε ασφαλές ύψος από το άγριο έδαφος μιας ασφυκτιούσας ζωής στις τοκογλυφικές παραφυάδες των Αγορών.
Στηριγμένο από μια θηλιά στον λαιμό.
Και το εγκαταλείπει ως αποδεικτικό απολίθωμα ενός στυγερού εγκλήματος. Ενός στοιχείου αυτής της ίδιας της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους που εξαφανίστηκε από την σύγκρουσή του με τους πυρακτωμένους μετεωρίτες του Νεοφιλελευθερισμού.
Έλιωσε ο άνθρωπος στην αδηφάγα φωτιά τους.
Λύγισε από τις πιέσεις και τους εξευτελισμούς της εργοδοσίας και των τραπεζών.
Τσάκισε εμπρός στην αδυναμία του να οχυρώσει τις ζωές των προστατευόμενων μελών του άμεσου κύκλου του.
Για να αποκοπεί κατά τρόπο τελετουργικό της ζωής του, απελπιστικά μόνος και ανήμπορος να αντέξει τις επιθέσεις λεηλασίας όχι μόνον κατά του πλούτου που παρήγε, αλλά και κατά της ίδιας του της υπόστασης.
Και μας γύρισε οριστικά τις πλάτες του.
Σαν να μας υποδεικνύει πως όσοι εξακολουθούμε να τους ανεχόμαστε είμαστε δειλοί. Άβουλοι. Δούλοι.
Ας τον διαψεύσουμε. Ας νικήσουμε το τέρας των Αγορών που μέσα σε δύο χρόνια άρπαξε την ζωή χιλιάδων Ελλήνων κι ας πετάξουμε σαν σκόνη από το πέτο μας την προπαγάνδα που θέλει να μας εθίσει στον θάνατο.
Γιατί ο θάνατος δεν είναι εθισμός. Πεθαίνεις μόνον μία φορά. Κι αν είναι να πεθάνεις ας πεθάνεις όρθιος. Μαχόμενος, όχι λιποτακτώντας. Μόνον έτσι θα ανακουφιστούν όσοι ως τα τώρα έπεσαν άδικα στο κενό. Γιατί δεν θα έχουν πέσει και στο κενό της ιστορίας.