Ραντεβού στις.... γερμανικές κάλπες
The Financial Times
Η συμφωνία για το ελληνικό χρέος, κατά την οποία ο φόβος επικείμενης καταστροφής υποχρέωσε όλες τις πλευρές σε συμβιβασμούς, λογικά θα απομακρύνει το θέμα «ελληνικός κίνδυνος» από τις ατζέντες των αγορών, τουλάχιστον μέχρι τις γερμανικές εκλογές τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Αν και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πλήρη επίλυση της κρίσης, προσφέρει πράγματι το περίγραμμα μιας επικείμενης, μεγαλύτερης συμφωνίας, βασισμένης στην απάλειψη χρέους το οποίο βρίσκεται σε επίσημα χέρια –μιας συμφωνίας η οποία και θα κρατήσει μόνιμα την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης.
Στην συμφωνία εμπεριέχονται τρία βασικά συστατικά: Πρώτον η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκρίνει ένα πρόσφατο πακέτο από μέτρα λιτότητας, που αποζημιώνουν τα ολισθήματα στους στόχους για τον προϋπολογισμό. Αυτά τα ολισθήματα έχουν προκληθεί κυρίως επειδή το πραγματικό και το ονομαστικό ΑΕΠ έχουν μειωθεί πολύ περισσότερο από τις προβλέψεις.
Η λιτότητα έχει προκαλέσει αρνητικό ΑΕΠ που με τη σειρά του επιδεινώνει το έλλειμμα. Και είναι πολύ σημαντικό ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η οικονομία ξεφεύγει από τον φαύλο κύκλο της λιτοτητας.
Δεύτερον, επικροτώντας το νέο προϋπολογισμό της χώρας, η ευρωζώνη έχει ελαφρώς χαλαρώσει τις απαιτήσεις για προσαρμογή στο άμεσο μέλλον. Τον Φεβρουάριο η Ελλάδα δέχτηκε να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ το 2014. Τώρα, επιβάλλεται να πετύχει τον στόχο το 2016. Η Ελλάδα έχει πάρει λοιπόν δύο χρόνια ακόμη περίοδο χάριτος, ανάλογη με τις παρατάσεις που πρόσφατα συμφωνήθηκαν υπέρ άλλων χρεωμένων χωρών της ευρωζώνης.
Τα 16 δισ. ευρώ που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί ο πρόσθετος δανεισμός ως το 2016, θα δώσουν οι επίσημοι πιστωτές. Ακόμη κι έτσι, η πρόσθετη λιτότητα που απαιτεί η νέα συμφωνία, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Από το 2009 μεχρι το 2012, η Ελλάδα έχει συρρικνώσει το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού κατά 9% του ΑΕΠ. Με βάση την νέα συμφωνία, θα πρέπει να το συρρικνώσει κατά 6% του ΑΕΠ επιπλέον στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Τρίτον, η ευρωζώνη έχει μπει στην μακρά και επίπονη διαδικασία της «συγχώρεσης» χρεών προς τον επίσημο τομέα, αν και απέφυγε την απευθείας ακύρωση του ονομαστικού χρέους σε κυκλοφορία. Ο πιο σημαντικός τρόπος (και πιο αποδοτικός μέσα στον χρόνο) για να επιτευχθεί αυτό, είναι με την αποδοχή μηδενικών ή πολύ χαμηλών επιτοκίων για το χρέος, καθώς και παράταση της διάρκειας.
Επιπλέον, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα επιστρέψουν στην Ελλάδα τα «κέρδη» τους από τα ενεργητικά σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Και το European Financial Stability Facility ουσιαστικά προσφέρει κεφάλαια στην Ελλάδα με ευνοϊκούς όρους για να επαναγοράσει ομόλογα, στο 35% της ονομαστικής τους αξίας, λίγο υψηλότερα από την τιμή διαπραγμάτευσής τους το τελευταίο διάστημα.
Ως αποτέλεσμα αυτών των διαφόρων συστατικών της μεταμφιεσμένης «άφεσης» στο επίσημο χρέος, ο προβλεπόμενος συντελεστής χρέους στο ΑΕΠ θα μειωθεί από το 175% το 2016 σε λιγότερο από 110% το 2022.
Αυτή η εκτίμηση εξαρτάται και πάλι από την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι το πλεόνασμα στον πρωτογενή προϋπολογισμό μπορεί να κρατηθεί επ’ αόριστον στο 4,5% του ΑΕΠ, ενώ η ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ θα ανακάμπτει σε 4% και πλέον τον χρόνο. Πάντως προς το παρόν, για το ΔΝΤ επαρκεί να μπορεί να διακηρύξει ότι η πορεία του χρέους είναι βιώσιμη.
Το κύριο ερώτημα είναι κατά πόσον όλα αυτά φέρνουν πραγματικές λύσεις σε κάποιο από τα προβλήματα. Από την άποψη των πιστωτών της ευρωζώνης, είναι πιθανό να απομακρύνει τον κίνδυνο μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ για ολόκληρο το 2013 και μάλιστα να το κάνει χωρίς να υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να παραδεχτούν στους ψηφοφόρους τους ότι έδωσαν άφεση στο ελληνικό χρέος.
Για την ΕΚΤ, ο επαναπατρισμός των «κερδών» στην Ελλάδα, δεν παραβιάζει την κόκκινη γραμμήα της άμεσης χρηματοδότησης. Για το ΔΝΤ, συντηρεί την ψευδαίσθηση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας, που του επιτρέπει να δώσει κεφάλαια. Και τέλος για την Ελλάδα, προσφέρει την απαραίτητη συγχώρεση χρεών και την βαριά επιδότηση των πληρωμών επιτοκίων, που της δίνουν χρόνο να εισάγει πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ παραμένει μέσα στο ευρώ.
Το ζήτημα που δεν επιλύεται όμως, είναι ο φαύλος κύκλος της λιτότητας στον οποίο παραμένει παγιδευμένη η ελληνική οικονομία. Κι αυτό δεν είναι συνέπεια μόνο της συνεχούς λιτότητας, αλλά και της περαιτέρω μείωσης των πραγματικών μισθών η οποία είναι απαραίτητη για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική, καθώς και της απουσίας ενός υγιούς τραπεζικού κλάδου που θα μπορεί και θα θέλει να δανείσει. Η μεγάλη αβεβαιότητα, λοιπόν, είναι κατά πόσον οι Έλληνες ψηφοφόροι θα συνεχίζουν να θέλουν να παραμένουν μέσα στο πρόγραμμα, ενώ η ανεργία ανεβαίνει προς το 30%.
Το επόμενο επεισόδιο στο ελληνικό δράμα, θα έλθει πιθανότατα μετά τις γερμανικές εκλογές. Τότε, είναι πιθανό να επιβληθεί μια πιο δραστική μείωση του ελληνικού επίσημου χρέους, σε αντάλλαγμα για πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων της Ελλάδας. Μια τέτοιου είδους μακροπρόθεσμη συμφωνία παραμένει απαραίτητη, αν θέλει η Ελλάδα να μείνει μόνιμα εντός του ευρώ.
Η συμφωνία για το ελληνικό χρέος, κατά την οποία ο φόβος επικείμενης καταστροφής υποχρέωσε όλες τις πλευρές σε συμβιβασμούς, λογικά θα απομακρύνει το θέμα «ελληνικός κίνδυνος» από τις ατζέντες των αγορών, τουλάχιστον μέχρι τις γερμανικές εκλογές τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Αν και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πλήρη επίλυση της κρίσης, προσφέρει πράγματι το περίγραμμα μιας επικείμενης, μεγαλύτερης συμφωνίας, βασισμένης στην απάλειψη χρέους το οποίο βρίσκεται σε επίσημα χέρια –μιας συμφωνίας η οποία και θα κρατήσει μόνιμα την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης.
Στην συμφωνία εμπεριέχονται τρία βασικά συστατικά: Πρώτον η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκρίνει ένα πρόσφατο πακέτο από μέτρα λιτότητας, που αποζημιώνουν τα ολισθήματα στους στόχους για τον προϋπολογισμό. Αυτά τα ολισθήματα έχουν προκληθεί κυρίως επειδή το πραγματικό και το ονομαστικό ΑΕΠ έχουν μειωθεί πολύ περισσότερο από τις προβλέψεις.
Η λιτότητα έχει προκαλέσει αρνητικό ΑΕΠ που με τη σειρά του επιδεινώνει το έλλειμμα. Και είναι πολύ σημαντικό ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η οικονομία ξεφεύγει από τον φαύλο κύκλο της λιτοτητας.
Δεύτερον, επικροτώντας το νέο προϋπολογισμό της χώρας, η ευρωζώνη έχει ελαφρώς χαλαρώσει τις απαιτήσεις για προσαρμογή στο άμεσο μέλλον. Τον Φεβρουάριο η Ελλάδα δέχτηκε να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ το 2014. Τώρα, επιβάλλεται να πετύχει τον στόχο το 2016. Η Ελλάδα έχει πάρει λοιπόν δύο χρόνια ακόμη περίοδο χάριτος, ανάλογη με τις παρατάσεις που πρόσφατα συμφωνήθηκαν υπέρ άλλων χρεωμένων χωρών της ευρωζώνης.
Τα 16 δισ. ευρώ που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί ο πρόσθετος δανεισμός ως το 2016, θα δώσουν οι επίσημοι πιστωτές. Ακόμη κι έτσι, η πρόσθετη λιτότητα που απαιτεί η νέα συμφωνία, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Από το 2009 μεχρι το 2012, η Ελλάδα έχει συρρικνώσει το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού κατά 9% του ΑΕΠ. Με βάση την νέα συμφωνία, θα πρέπει να το συρρικνώσει κατά 6% του ΑΕΠ επιπλέον στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Τρίτον, η ευρωζώνη έχει μπει στην μακρά και επίπονη διαδικασία της «συγχώρεσης» χρεών προς τον επίσημο τομέα, αν και απέφυγε την απευθείας ακύρωση του ονομαστικού χρέους σε κυκλοφορία. Ο πιο σημαντικός τρόπος (και πιο αποδοτικός μέσα στον χρόνο) για να επιτευχθεί αυτό, είναι με την αποδοχή μηδενικών ή πολύ χαμηλών επιτοκίων για το χρέος, καθώς και παράταση της διάρκειας.
Επιπλέον, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα επιστρέψουν στην Ελλάδα τα «κέρδη» τους από τα ενεργητικά σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Και το European Financial Stability Facility ουσιαστικά προσφέρει κεφάλαια στην Ελλάδα με ευνοϊκούς όρους για να επαναγοράσει ομόλογα, στο 35% της ονομαστικής τους αξίας, λίγο υψηλότερα από την τιμή διαπραγμάτευσής τους το τελευταίο διάστημα.
Ως αποτέλεσμα αυτών των διαφόρων συστατικών της μεταμφιεσμένης «άφεσης» στο επίσημο χρέος, ο προβλεπόμενος συντελεστής χρέους στο ΑΕΠ θα μειωθεί από το 175% το 2016 σε λιγότερο από 110% το 2022.
Αυτή η εκτίμηση εξαρτάται και πάλι από την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι το πλεόνασμα στον πρωτογενή προϋπολογισμό μπορεί να κρατηθεί επ’ αόριστον στο 4,5% του ΑΕΠ, ενώ η ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ θα ανακάμπτει σε 4% και πλέον τον χρόνο. Πάντως προς το παρόν, για το ΔΝΤ επαρκεί να μπορεί να διακηρύξει ότι η πορεία του χρέους είναι βιώσιμη.
Το κύριο ερώτημα είναι κατά πόσον όλα αυτά φέρνουν πραγματικές λύσεις σε κάποιο από τα προβλήματα. Από την άποψη των πιστωτών της ευρωζώνης, είναι πιθανό να απομακρύνει τον κίνδυνο μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ για ολόκληρο το 2013 και μάλιστα να το κάνει χωρίς να υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να παραδεχτούν στους ψηφοφόρους τους ότι έδωσαν άφεση στο ελληνικό χρέος.
Για την ΕΚΤ, ο επαναπατρισμός των «κερδών» στην Ελλάδα, δεν παραβιάζει την κόκκινη γραμμήα της άμεσης χρηματοδότησης. Για το ΔΝΤ, συντηρεί την ψευδαίσθηση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας, που του επιτρέπει να δώσει κεφάλαια. Και τέλος για την Ελλάδα, προσφέρει την απαραίτητη συγχώρεση χρεών και την βαριά επιδότηση των πληρωμών επιτοκίων, που της δίνουν χρόνο να εισάγει πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ παραμένει μέσα στο ευρώ.
Το ζήτημα που δεν επιλύεται όμως, είναι ο φαύλος κύκλος της λιτότητας στον οποίο παραμένει παγιδευμένη η ελληνική οικονομία. Κι αυτό δεν είναι συνέπεια μόνο της συνεχούς λιτότητας, αλλά και της περαιτέρω μείωσης των πραγματικών μισθών η οποία είναι απαραίτητη για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική, καθώς και της απουσίας ενός υγιούς τραπεζικού κλάδου που θα μπορεί και θα θέλει να δανείσει. Η μεγάλη αβεβαιότητα, λοιπόν, είναι κατά πόσον οι Έλληνες ψηφοφόροι θα συνεχίζουν να θέλουν να παραμένουν μέσα στο πρόγραμμα, ενώ η ανεργία ανεβαίνει προς το 30%.
Το επόμενο επεισόδιο στο ελληνικό δράμα, θα έλθει πιθανότατα μετά τις γερμανικές εκλογές. Τότε, είναι πιθανό να επιβληθεί μια πιο δραστική μείωση του ελληνικού επίσημου χρέους, σε αντάλλαγμα για πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων της Ελλάδας. Μια τέτοιου είδους μακροπρόθεσμη συμφωνία παραμένει απαραίτητη, αν θέλει η Ελλάδα να μείνει μόνιμα εντός του ευρώ.