Βουβή οργή
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Να πληρώνεις διόδια για ένα δρόμο-θάνατο, όπως ο δρόμος Κορίνθου-Πατρών, είναι κλοπή. Κλοπή της ίδιας της ζωής. Το ίδιο κλεψιά είναι και η μείωση της ελάχιστης σύνταξης της ηλικιωμένης αγρότισσας, που δεν έφταιξε σε τίποτα για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Ακόμη πιο πολύ κλοπή και βαρβαρότητα είναι όταν με το αίμα αθώων αναζωογονούνται τα βαμπίρ της διαπλοκής, οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι μιντιάρχες.
Περιδιαβαίνεις την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη και συναντάς παντού υπόκωφη σιωπή. Εκείνη τη φοβιστική απόλυτη ηρεμία πριν από τη θύελλα. Όλα μοιάζουν να κρέμονται σε μια κλωστή. Οι ανθρώπινες αντοχές στην κόψη του ξυραφιού, η κοινωνική ισορροπία επί ξυρού ακμής. Όλοι κι όλα σχοινοβατούν πάνω από το κενό. Και λες πως ίσως η αποδόμηση να προαναγγέλλει και την αναδόμηση, ίσως ο θάνατος να σημαίνει την ανάσταση και τη ζωή.
Γιατί όπως ο άνθρωπος έτσι και η κοινωνία φτιάχνεται και ξεφτιάχνεται, χαλιέται και ξεχαλιέται, άλλοτε άηχα, άλλοτε ηχηρά, πάντως αδιάλειπτα· στοιχεία απορρίπτονται, νέα υιοθετούνται συνεχώς μέσα από την καθημερινή πράξη, έτσι ώστε ο εαυτός να ανασυστήνεται συνεχώς ανανεούμενος ή θεραπευόμενος και αναγεννώμενος. Η διαδικασία αυτή είναι πιο εύκολα αντιληπτή μεταξύ μιας «καταστροφής» και μιας νέας «αναδόμησης». Όμως, αυτό το οποίο στη σημερινή Ελλάδα συγκλονίζει είναι η απουσία των δυνάμεων της αναγέννησής της. Η απουσία ελπίδας. Το παλιό δεν φεύγει, και το νέο δεν υπάρχει. Μόνο τέλμα και «θάνατος». Υπάρχει, άραγε, τρόπος να αλλάξει η ροή των πραγμάτων;
Για να συμβεί αυτό απαιτείται η ανατροπή της κατεστημένης κατάστασης, αυτής που μας έφερε ως εδώ, και όχι η αναπαραγωγή της, όπως επισυμβαίνει με την ανάνηψη της παλαιάς διαπλοκής. Χρειάζεται στη συνέχεια μια πράξη ισορροπίας ανάμεσα στην αυτονομία της βούλησής μας, την ελευθερία επιλογής μας και στη δέσμευση προς τους άλλους. Με άλλα λόγια, η προσωπική ή η εθνική ανεξαρτησία μπορεί να διεκδικηθεί σε συνδυασμό αλλά και περιορισμό από τις δεσμεύσεις ή τις αποδεσμεύσεις μας. Ένας βιώσιμος εαυτός ή μία βιώσιμη κοινωνία εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ανελευθερίας, αυτονομίας και δέσμευσης.
Τι συμβαίνει, σήμερα, στην Ελλάδα; Οι «πάνω» επιμένουν με τη βοήθεια των Γερμανών να διεκδικούν την αναπαραγωγή μιας άθλιας και ανεξέλεγκτης συσσώρευσης πλούτου, ενώ οι «κάτω» εξακολουθούν να βυθίζονται σ’ έναν ολοένα και πιο άγριο εργασιακό μεσαίωνα. Αυτή η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη, γιατί η συνείδηση των «κάτω» δεν αποδέχεται πια την κατάσταση του δουλοπάροικου και του κολίγου ως την ανθρώπινη συνθήκη στον 21ο αιώνα. Τούτων δοθέντων προς τα πού κινείται η ελληνική κοινωνία; Μοιραία σ’ έναν κοινωνικό εμφύλιο αλληλοεξόντωσης, καθώς ελλείπουν οι πολιτικοί φορείς μιας κουλτούρας, που θα μπορούσε να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες αφηγήσεις των «πάνω» και των «κάτω».
Εν κατακλείδι, αν τα μέτρα δεν ήταν οριζόντια και πλήρωναν όλοι ανάλογα με τη δυνατότητά τους –δηλαδή πλήρωναν και οι «πάνω»- τότε θα μπορούσε να υπάρξει η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός εθνικού στόχου, ενός εθνικού οράματος και γιατί όχι μιας εθνικής αφύπνισης και κινητοποίησης.
Τώρα κάποιοι θέλουν να επωφεληθούν και οι πολλοί αισθάνονται κορόιδα. Γι’ αυτό η σωτηρία δεν είναι ορατή. Μόνο η βουή της οργής ακούγεται από μακριά, προαναγγέλλοντας το σεισμό που έρχεται.
Να πληρώνεις διόδια για ένα δρόμο-θάνατο, όπως ο δρόμος Κορίνθου-Πατρών, είναι κλοπή. Κλοπή της ίδιας της ζωής. Το ίδιο κλεψιά είναι και η μείωση της ελάχιστης σύνταξης της ηλικιωμένης αγρότισσας, που δεν έφταιξε σε τίποτα για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Ακόμη πιο πολύ κλοπή και βαρβαρότητα είναι όταν με το αίμα αθώων αναζωογονούνται τα βαμπίρ της διαπλοκής, οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι μιντιάρχες.
Περιδιαβαίνεις την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη και συναντάς παντού υπόκωφη σιωπή. Εκείνη τη φοβιστική απόλυτη ηρεμία πριν από τη θύελλα. Όλα μοιάζουν να κρέμονται σε μια κλωστή. Οι ανθρώπινες αντοχές στην κόψη του ξυραφιού, η κοινωνική ισορροπία επί ξυρού ακμής. Όλοι κι όλα σχοινοβατούν πάνω από το κενό. Και λες πως ίσως η αποδόμηση να προαναγγέλλει και την αναδόμηση, ίσως ο θάνατος να σημαίνει την ανάσταση και τη ζωή.
Γιατί όπως ο άνθρωπος έτσι και η κοινωνία φτιάχνεται και ξεφτιάχνεται, χαλιέται και ξεχαλιέται, άλλοτε άηχα, άλλοτε ηχηρά, πάντως αδιάλειπτα· στοιχεία απορρίπτονται, νέα υιοθετούνται συνεχώς μέσα από την καθημερινή πράξη, έτσι ώστε ο εαυτός να ανασυστήνεται συνεχώς ανανεούμενος ή θεραπευόμενος και αναγεννώμενος. Η διαδικασία αυτή είναι πιο εύκολα αντιληπτή μεταξύ μιας «καταστροφής» και μιας νέας «αναδόμησης». Όμως, αυτό το οποίο στη σημερινή Ελλάδα συγκλονίζει είναι η απουσία των δυνάμεων της αναγέννησής της. Η απουσία ελπίδας. Το παλιό δεν φεύγει, και το νέο δεν υπάρχει. Μόνο τέλμα και «θάνατος». Υπάρχει, άραγε, τρόπος να αλλάξει η ροή των πραγμάτων;
Για να συμβεί αυτό απαιτείται η ανατροπή της κατεστημένης κατάστασης, αυτής που μας έφερε ως εδώ, και όχι η αναπαραγωγή της, όπως επισυμβαίνει με την ανάνηψη της παλαιάς διαπλοκής. Χρειάζεται στη συνέχεια μια πράξη ισορροπίας ανάμεσα στην αυτονομία της βούλησής μας, την ελευθερία επιλογής μας και στη δέσμευση προς τους άλλους. Με άλλα λόγια, η προσωπική ή η εθνική ανεξαρτησία μπορεί να διεκδικηθεί σε συνδυασμό αλλά και περιορισμό από τις δεσμεύσεις ή τις αποδεσμεύσεις μας. Ένας βιώσιμος εαυτός ή μία βιώσιμη κοινωνία εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ανελευθερίας, αυτονομίας και δέσμευσης.
Τι συμβαίνει, σήμερα, στην Ελλάδα; Οι «πάνω» επιμένουν με τη βοήθεια των Γερμανών να διεκδικούν την αναπαραγωγή μιας άθλιας και ανεξέλεγκτης συσσώρευσης πλούτου, ενώ οι «κάτω» εξακολουθούν να βυθίζονται σ’ έναν ολοένα και πιο άγριο εργασιακό μεσαίωνα. Αυτή η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη, γιατί η συνείδηση των «κάτω» δεν αποδέχεται πια την κατάσταση του δουλοπάροικου και του κολίγου ως την ανθρώπινη συνθήκη στον 21ο αιώνα. Τούτων δοθέντων προς τα πού κινείται η ελληνική κοινωνία; Μοιραία σ’ έναν κοινωνικό εμφύλιο αλληλοεξόντωσης, καθώς ελλείπουν οι πολιτικοί φορείς μιας κουλτούρας, που θα μπορούσε να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες αφηγήσεις των «πάνω» και των «κάτω».
Εν κατακλείδι, αν τα μέτρα δεν ήταν οριζόντια και πλήρωναν όλοι ανάλογα με τη δυνατότητά τους –δηλαδή πλήρωναν και οι «πάνω»- τότε θα μπορούσε να υπάρξει η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός εθνικού στόχου, ενός εθνικού οράματος και γιατί όχι μιας εθνικής αφύπνισης και κινητοποίησης.
Τώρα κάποιοι θέλουν να επωφεληθούν και οι πολλοί αισθάνονται κορόιδα. Γι’ αυτό η σωτηρία δεν είναι ορατή. Μόνο η βουή της οργής ακούγεται από μακριά, προαναγγέλλοντας το σεισμό που έρχεται.