Μπρικνέρ: Να κουρδίσουμε ξανά τα ρολόγια μας
Η στράτευση μπορεί να τυφλώσει τον φιλόσοφο ή τον καλλιτέχνη,
κάνοντάς τον να πιστέψει πως διαθέτει κάποιο σχέδιο σωτηρίας για την
ανθρωπότητα. Όσο για τον έρωτα, δεν αποτελεί ακριβώς τη λύση για να
απαλλαγούμε από τα δεινά μας αφού προϋποθέτει, όχι μόνο το μεγάλο πάθος,
αλλά και τον οξύ πόνο.
Η γενιά που έζησε τον Μάη του 1968 αγωνίστηκε για την πολιτική και τη σεξουαλική απελευθέρωση και κατόρθωσε να αποκτήσει τα πάντα, η κρίση, όμως, μας υποχρεώνει τώρα να προσανατολιστούμε σε μια νέα πραγματικότητα και να ξαναβάλουμε τα ρολόγια μας στην ώρα τους.
Αυτά παρατήρησε, μεταξύ άλλων, στην κατάμεστη κεντρική αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ο Πασκάλ Μπρικνέρ, συνομιλώντας με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιώργο Αρχιμανδρίτη για το φιλοσοφικό και το λογοτεχνικό του έργο.
«Στη φιλοσοφία με κατηύθυνε μια μορφή δυσαρέσκειας. Πρόκειται για τη δυσαρέσκεια που νιώθει ένα παιδί όταν δεν είναι σε θέση να προσαρμοστεί στο οικογενειακό και το κοινωνικό του περιβάλλον. Η φιλοσοφία έλκει ένα παιδί γιατί δεν προαπαιτεί την ευθύνη της πράξης.
Πλησίασα τη φιλοσοφία στην εφηβεία μου και έκτοτε αποφάσισα να μην την εγκαταλείψω διά βίου. Από τον Σαρτρ έμαθα τη φιλοσοφία της ελευθερίας, που άνοιξε μαζί με τη λογοτεχνία τον δρόμο για την εξασφάλιση της ισορροπίας μου. Η φιλοσοφία ξεκινάει από το σημείο στο οποίο σταματάει η παράδοση: με τα ερωτήματά της διακόπτει την αδιατάρακτη γραμμή και τη μακάρια συνέχεια της προσωπικής και της ατομικής ύπαρξης».
Έτσι προσδιόρισε ο Μπρικνέρ τη φιλοσοφική του ταυτότητα, για να προσθέσει ότι η ένταξη του φιλοσόφου σε κάποια ελπιδοφόρα ιδεολογία είναι πιθανόν να τον οδηγήσει σε σοβαρά λάθη:
Πρωταγωνιστικό πρόσωπο (μαζί με τον Μπερνάρ Ανρί Λεβί και τον
Αντρέ Φινκελκρότ) της κίνησης των «νέων φιλοσόφων», η οποία
συγκρούστηκε μετωπικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στο Παρίσι με τους
εκπροσώπους του μαρξισμού, ο Μπρικνέρ μίλησε χθες στη Στέγη Γραμμάτων
και Τεχνών και για τον έρωτα, που είναι συνδεδεμένος με το μυθιστόρημά
του «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» (μετάφραση Μαρίνα Λώμη, εκδόσεις
«Αστάρτη»), όπως και με την ομώνυμη ταινία του Ρομάν Πολάνσκι:
«Η αγάπη δεν είναι κάτι αυτονόητο ούτε είναι δυνατόν οι πάντες να αγαπούν τους πάντες. Τις κοινωνίες δεν τις κυβερνά η αγάπη, αλλά η ευγενική αδιαφορία. Δεν υπάρχει η αγάπη των θρησκειών, που απαρνείται την προτίμηση, αλλά μόνο η προσωπική αγάπη: η αγάπη μέσω της οποίας δύο άτομα χτίζουν έναν κοινό κόσμο.
Ο κόσμος αυτός αγαπάει το είδωλό του στον καθρέφτη (ο έρωτας είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του έλεγε ο Πλάτων) και έχει την ικανότητα να σπάσει τα δεσμά όλων των συμβάσεων, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορεί να αντέξει μέσα στη μονιμότητα του γάμου, των παιδιών και των γενικότερων οικογενειακών υποχρεώσεων. Το στοίχημα είναι να συνδυαστεί η διάρκεια με την ένταση, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο για τον συζυγικό βίο. Γι' αυτό και ο έρωτας αντιπροσωπεύει το θαύμα και την οδύνη μαζί».
Με αφορμή ένα άλλο βιβλίο του, τη δοκιμιακή σύνθεση «Ο πειρασμός της αθωότητας» (μετάφραση Λόισκα Αβαγιανού, εκδόσεις «Αστάρτη»), ο Μπρικνέρ τόνισε πως η γενιά του, η γενιά του Μάη του 1968, έζησε στη μεταπολεμική υπερπροστατευτική Ευρώπη, απολαμβάνοντας τα δώρα της οικονομικής, της ιατρικής και της σεξουαλικής ευμάρειας και βάζοντας στο κέντρο της ζωής της την αμεριμνησία της παιδικής ηλικίας και της παιδικότητας.
Η γενιά που έζησε τον Μάη του 1968 αγωνίστηκε για την πολιτική και τη σεξουαλική απελευθέρωση και κατόρθωσε να αποκτήσει τα πάντα, η κρίση, όμως, μας υποχρεώνει τώρα να προσανατολιστούμε σε μια νέα πραγματικότητα και να ξαναβάλουμε τα ρολόγια μας στην ώρα τους.
Αυτά παρατήρησε, μεταξύ άλλων, στην κατάμεστη κεντρική αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ο Πασκάλ Μπρικνέρ, συνομιλώντας με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιώργο Αρχιμανδρίτη για το φιλοσοφικό και το λογοτεχνικό του έργο.
«Στη φιλοσοφία με κατηύθυνε μια μορφή δυσαρέσκειας. Πρόκειται για τη δυσαρέσκεια που νιώθει ένα παιδί όταν δεν είναι σε θέση να προσαρμοστεί στο οικογενειακό και το κοινωνικό του περιβάλλον. Η φιλοσοφία έλκει ένα παιδί γιατί δεν προαπαιτεί την ευθύνη της πράξης.
Πλησίασα τη φιλοσοφία στην εφηβεία μου και έκτοτε αποφάσισα να μην την εγκαταλείψω διά βίου. Από τον Σαρτρ έμαθα τη φιλοσοφία της ελευθερίας, που άνοιξε μαζί με τη λογοτεχνία τον δρόμο για την εξασφάλιση της ισορροπίας μου. Η φιλοσοφία ξεκινάει από το σημείο στο οποίο σταματάει η παράδοση: με τα ερωτήματά της διακόπτει την αδιατάρακτη γραμμή και τη μακάρια συνέχεια της προσωπικής και της ατομικής ύπαρξης».
Έτσι προσδιόρισε ο Μπρικνέρ τη φιλοσοφική του ταυτότητα, για να προσθέσει ότι η ένταξη του φιλοσόφου σε κάποια ελπιδοφόρα ιδεολογία είναι πιθανόν να τον οδηγήσει σε σοβαρά λάθη:
«Καμιά σημαντική θρησκεία δεν
υποσχέθηκε ότι μπορεί να μας ανακουφίσει από τον παρόντα κόσμο. Όλες
μίλησαν για τη διάσωση της ψυχής μετά θάνατον. Έτσι και η φιλοσοφία, που
είναι προτιμότερο να καταπιάνεται με τα μικρά πλην απολύτως κρίσιμα
ζητήματα της καθημερινότητας».
«Η αγάπη δεν είναι κάτι αυτονόητο ούτε είναι δυνατόν οι πάντες να αγαπούν τους πάντες. Τις κοινωνίες δεν τις κυβερνά η αγάπη, αλλά η ευγενική αδιαφορία. Δεν υπάρχει η αγάπη των θρησκειών, που απαρνείται την προτίμηση, αλλά μόνο η προσωπική αγάπη: η αγάπη μέσω της οποίας δύο άτομα χτίζουν έναν κοινό κόσμο.
Ο κόσμος αυτός αγαπάει το είδωλό του στον καθρέφτη (ο έρωτας είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του έλεγε ο Πλάτων) και έχει την ικανότητα να σπάσει τα δεσμά όλων των συμβάσεων, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορεί να αντέξει μέσα στη μονιμότητα του γάμου, των παιδιών και των γενικότερων οικογενειακών υποχρεώσεων. Το στοίχημα είναι να συνδυαστεί η διάρκεια με την ένταση, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο για τον συζυγικό βίο. Γι' αυτό και ο έρωτας αντιπροσωπεύει το θαύμα και την οδύνη μαζί».
Με αφορμή ένα άλλο βιβλίο του, τη δοκιμιακή σύνθεση «Ο πειρασμός της αθωότητας» (μετάφραση Λόισκα Αβαγιανού, εκδόσεις «Αστάρτη»), ο Μπρικνέρ τόνισε πως η γενιά του, η γενιά του Μάη του 1968, έζησε στη μεταπολεμική υπερπροστατευτική Ευρώπη, απολαμβάνοντας τα δώρα της οικονομικής, της ιατρικής και της σεξουαλικής ευμάρειας και βάζοντας στο κέντρο της ζωής της την αμεριμνησία της παιδικής ηλικίας και της παιδικότητας.
Ακολούθησαν ο καταναλωτισμός και η
κατάρα των δανείων και αίφνης όλα έχουν τελειώσει, κατέληξε ο Μπρικνέρ:
«Τώρα καλούμαστε να κουρδίσουμε ξανά τα ρολόγια μας στη σωστή τους ώρα»,
σημείωσε.
Πηγή: nooz