γάζες...
ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ'αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί
Και τελειώνει η νύχτα κλαίγοντας. Μόνος σου, χαμένος στη φωτοβολία, σε παίρνει και σπας. Σπάζεις, σε κομμάτια και πλήκτρα. Θυμάσαι ότι παλιότερα έσπαγες πιο συχνά, πιο φυσικά, πιο αναγκαία. Σαν από επιθυμία. Τώρα, σαν από πείσμα, και ενώ τα πάντα γύρω σου στο ζητάνε, εσύ κρατιέσαι, σφίγγεις τα δόντια πάνω στα χείλη μέχρι να ματώσουν και αρνείσαι να σπάσεις. Δεν παραδίνεσαι. Είναι όμως πολλά που σου φέρνει η νύχτα κι η καθάρια φωτοβολία της. Που σου ζητάνε παράδοση.
Είναι λίγο η Ουρανία που περνάει από ένα ποστ και ξαναφεύγει για τον ουρανό της και σου αφήνει λίγο ουρανό να'χεις να ξαποσταίνεις. Να τη θυμάσαι μέσα σε ουρανό, να θυμάσαι τη ζωή σου μέσα σε ουρανό, να θυμάσαι πως ουρανός θα γίνεις, να μη θυμάσαι ό,τι δεν είναι ουρανός. Πάντα θα'χουμε ανάγκη από ουρανό. Μεγάλε Σαχτούρη, κι εσύ περνάς κλαίγοντας. Και αφήνεις στίχους με δάκρυα να'χουν να κλαίνε κι οι άλλοι.
Ένα παράθυρο δίπλα, είναι η Γάζα. Είναι τα παιδιά με τις γάζες. Γάζες στα μάτια και στα χείλη, γάζες στις καρδιές που δεν μπορούν να κρατήσουν το αίμα. Γάζες στις ζωές μας, Γάζα η ζωή μας. Διαμελισμένη. Χωρίς εξήγηση, χωρίς ενοχή. Γάζα που στάζει αίμα, που τρέχει καθάριο από παντού, χωρίς ενοχή, χωρίς εξήγηση, αίμα πολύ να'χει να τρέχει και για τους άλλους. Για όλους εμάς που έξω μας δεν στάζει τίποτα, που δεν σπάμε. Δεν σπάμε ούτε όταν λεκιάζουμε τη φωτοβολία με εικόνες των παιδιών με τις γάζες. Είναι τα παιδιά που χάθηκαν στου δράκου το πηγάδι, στης στρίγκλας τη σπηλιά και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές. Και φοβισμένα κι ορφανά στη σμύρνη και στη βενετιά τα πιάσαν οι φρουρές.
Είναι ο φίλος σου που ζορίζεται και σου μιλάει στο τηλέφωνο για έναν κόμπο. Γόρδιο. Τη ζωή του, τον επόμενο μήνα του. Που δεν βγαίνει. Το ζόφο γύρω του που δεν τον παλεύει. Ναι, αδύναμος ξεαδύναμος, τι να κάνουμε, δεν τον παλεύει. Και σπάει. Και σπας μαζί του κι ας μην του το λες.
Είναι η ομορφιά που εξατμίζεται γύρω σου· κάποτε άφθονη στους δρόμους που αγάπησες, στις αυλακιές τους που ακόμα γλιστράς. Είναι η πίστη που λουφάζει, που χάνεται κι αυτή στου δράκου το πηγάδι. Είναι οι φίλοι που κρύβονται, οι συναντήσεις που ματαιώνονται. Είναι η μέρα που δεν είναι πια μέρα, είναι ουρανός που βρέχει αίμα, που τον κρατάμε με γάζες. Να μη σπάσει.
Είναι όλα αυτά που σε παίρνουν, ξημερώματα και σπας. Και το πρωί πίσω στην πανοπλία. Πίσω στη βομβαρδισμένη πόλη. Πίσω στη Γάζα, να αναπνέεις με γάζες. Να μη ματώνεις, να μη σπας. Ν'ακούς στριγκλιές και να τρέμεις σαν πουλί. Και να φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές.
costinho