Το κάλεσμα του τέλους...
Ξέρω μια γυναίκα που πλησιάζει στο τέλος της ζωής της. Δεν το υποθέτω, δεν το μαντεύω, εκείνη το ισχυρίζεται, η ίδια μου το είπε. Μου είπε ότι το τέλος έρχεται επειδή εμείς το καλούμε. Κι εκείνη, λέει, το κάλεσε. Καθένας έχει τους λόγους του για να διαλέγει το τέλος, λέει. «Άλλοι επειδή βαρέθηκαν, άλλοι επειδή νομίζουν ότι δεν χρησιμεύουν πια σε τίποτα, άλλοι επειδή κουράστηκαν, άλλοι επειδή νομίζουν ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να δουν και να μάθουν, άλλοι επειδή νομίζουν ότι ολοκλήρωσαν τον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκαν.»
«Μα δεν είμαστε αθάνατοι», της είπα, «είτε θέλουμε, είτε δεν θέλουμε, φεύγουμε».
Όμως εκείνη δεν συμφωνεί. Λέει ότι δεν θα μάθουμε ποτέ αν είναι έτσι, μέχρι να υπάρξει κάποιος που θα μπορέσει να αποδείξει ότι διάλεξε να μη φύγει και ότι το πέτυχε με το να μην έχει καλέσει ποτέ στη ζωή του, ούτε μια φορά, το τέλος του.
«Μα πώς καλεί κανείς το τέλος;», τη ρώτησα. «Το καλείς», μου είπε με σιγουριά, «όταν το σκέφτεσαι, όταν προετοιμάζεσαι γι’ αυτό, όταν βλέπεις να πεθαίνει κάποιος και είσαι βέβαιος ότι είσαι κι εσύ προορισμένος να πεθάνεις, όταν, μερικές φορές, το εύχεσαι. Απ' όταν είμαστε μικρά παιδιά μας το διδάσκουν, οι περισσότεροι το ακούμε αδιαμαρτύρητα και τελικά το δεχόμαστε.»
«Τότε όμως, δεν θα ‘πρεπε να πεθαίνουμε αμέσως μόλις το σκεφτούμε;»
«Όχι», είπε η γυναίκα «παίρνει λίγο καιρό, οι περισσότεροι άλλωστε, το μετανιώνουν αμέσως και ζητούν αναβολή η οποία τους δίνεται. Το αίτημα όμως έχει αποσταλεί. Μετά, όσο και να καθυστερήσει, οπωσδήποτε θα ικανοποιηθεί.»
«Κανείς όμως δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι δεν έχει υπάρξει ποτέ άνθρωπος που να μην έχει καλέσει το τέλος του. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι σκέφτεται και τι δεν σκέφτεται καθένας. Αυτό που λες, δεν επιβεβαιώνεται με κανέναν τρόπο», της είπα συνειδητοποιώντας το παράλογο της συζήτησης.
«Φυσικά», είπε τότε εκείνη, «είναι, άλλωστε, απίθανο να υπάρξει. Ακόμα κι αν το κόλπο του θανάτου άρχισε να εφαρμόζεται όταν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο κατάφερε να πεθάνει, οι υπόλοιποι πρέπει να χάρηκαν πολύ ανακαλύπτοντας ότι, αν το θελήσουν, μπορούν να τον αντιγράψουν. Όλα όσα κάνουμε έγιναν κάποτε για πρώτη φορά. Μετά έγιναν συνήθεια. Όσοι ακολουθούν, χρησιμοποιούν τη γνώση των προηγούμενων. Πηγαίνοντας προς τα πίσω μπορείς να φτάσεις στον πρώτο διδάξαντα.»
«Τι λες;», της είπα έκπληκτη και σίγουρη πια ότι μιλάω με τρελή, «μου λες ότι πεθαίνουμε από μιμητισμό;»
«Και μάλιστα ανακουφισμένοι και ευγνώμονες για την σπουδαία αυτή ανακάλυψη των προγόνων μας. Τους χρωστάμε τη γνώση, που με τους αιώνες καταγράφηκε στο dna μας, ότι υπάρχει μια, έστω προσωρινή, διέξοδος, η δυνατότητα ενός διαλείμματος. Πρέπει να χάρηκαν πολύ οι άνθρωποι την πρώτη φορά που το είδαν να συμβαίνει, μην κοιτάς που, με τον καιρό, οι ιδέες και τα αισθήματα εκφυλίζονται.»
«Μα, αν ισχύουν αυτά που λες, με τόση ποικιλία χαρακτήρων και ιδιοσυγκρασιών στο ανθρώπινο γένος, είναι εντελώς απίθανο στατιστικά να μην έχει υπάρξει κανένας που να παρεκκλίνει από τον μέσο όρο, όλο και κάποιος θα είχε πετύχει να μείνει εδώ», επέμεινα απελπισμένη με την εξέλιξη της κουβέντας.
«Και να έχει υπάρξει, δεν θα το μάθεις ποτέ», μου είπε εκείνη γελώντας. «Αν σου έλεγε κάποιος ότι είναι δύο χιλιάδων εξακοσίων ετών, δεν θα τον πίστευες, έτσι δεν είναι; Θα σκεφτόσουν, είτε ότι αστειεύεται και μάλιστα με τρόπο παλιακό, είτε ότι είναι τρελός. Και πιθανότατα θα ήταν. Ποιος λογικός άνθρωπος θα ήθελε να μείνει για πάντα, ή έστω για τόσο πολύ καιρό, σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο; Εσύ θα έμενες εδώ για πάντα, μόνο και μόνο για να μην πεθάνεις;»
ouden-amiges