ΟΙ ΑΡΧΕΣ - Ο Μετέωρος Άνθρωπος
Εγώ κάποτε είχα κάποιες αρχές. Δε θα μπορούσα τώρα να πω με σιγουριά πως οδηγούσαν κάπου, αλλά και δε τις χρειαζόμουνα για αυτό το σκοπό στη σύντομη ζωή μου. Ήθελα μόνο να έχω κάποιες αρχές, να τις μεταβιβάσω αργότερα στα παιδιά μου κι εκείνα στα δικά τους. Κι όπου ήθελαν ας έβγαζαν, κι όπου ήθελαν ας κατέληγαν, κι άμα άλλαζαν τα πράγματα μια μέρα ας άλλαζαν. Κι άμα δεν άλλαζαν ας μην άλλαζαν! Ω χου! Σκασίλα!
Αν αναπληρώνονταν με κάποιες άλλες δε με πείραζε, αρκεί να υπήρχαν, να είχα κάπου να πατώ, να στηρίζομαι, αυτό ήταν το κύριο μέλημά μου. Γιατί όταν είχα κάποιες αρχές είχα κι έναν γνωστό κόσμο, ένα ορατό πεδίο δράσης. Μα προπαντός είχαν ένα σαφή τρόπο να σκέπτομαι και να ζω, να αναγνωρίζω το περιβάλλον και τον διπλανό μου, κι όλα αυτά τα στήριζα στις αρχές. Γιατί τίποτα δεν απεχθάνομαι περισσότερο από την ασάφεια, από την αοριστία, τα χάνω, δε μπορώ να λειτουργήσω, με καταλαβαίνετε; Χρειάζομαι οπωσδήποτε συντεταγμένες για να βρίσκω το δρόμο, για να μπορώ να εξάγω ένα συμπέρασμα.
Και να τώρα που κατέληξα ασαφής, κλονισμένος κι αποπροσανατολισμένος, κι άλλο δρόμο δε μ’ αφήνουν απ’ τον να κατέβω κάτω! Να κάνω τι κάτω; Ατομικές αρχές; Πολλά ζητούν από μένα, ατομικές αρχές δε συντελούν μια κοινωνία. Ατομικές αρχές έχει μόνο ο βούδας κι οι όμοιοί του. Θα χαθούμε σας λέω, θα σκορπίσουμε!
Αυτοί, εκεί ψηλά, εύκολα ξηλώνουν τις αρχές μα δύσκολα τις αναπληρώνουν. Τις πριονίζουν διαρκώς, θέλουν στις ρωγμές τους κάτι άλλο να φυτέψουν. Αν δεν έχεις κάτι άλλο έτοιμο να βάλεις στη θέση του τι το πετάς το κάδρο; Τι το ξηλώνεις το πάτωμα; Τι την γαμάς την ιστορία; Τοίχος, τοίχος και πάλι τοίχος. Λες και φτάσαμε στον προορισμό μας φέρονται. Πουθενά δε φτάσαμε, δε ξέρω για εσάς αλλά εγώ είμαι στο δρόμο ακόμα. Ποιο δρόμο; τι κάθομαι και λέω! Χάνεται κι ο δρόμος, για την ακρίβεια δε ξέρω πια που είμαι και καμιά φορά χρειάζομαι έναν σκοπό που δε τον βρίσκω! Φωνάζω θα μου πεις, μα ποιος μ’ ακούει.
Καταλαβαίνετε το δράμα μου τώρα λοιπόν. Με ξερίζωσαν κι είπαν θα με φυτέψουν σε άλλο περιβόλι. Μα ως να το κάνουν με απαγορεύουν να ανθίσω. Μόνο με ποτίζουν μερικές φορές να μη ξεραθώ, όσο να με συντηρούν ζωντανό γιατί με χρειάζονται, και με καλλωπίζουν κάπου-κάπου, όσο να διαφαίνομαι αχνά στον καθρέφτη πως υπάρχω.
Μα ποιος στα αλήθεια υπάρχει, ποιος θέλει να υπάρχει; Αν δεν μου φώναζε η επιτακτική μου φύση να συνεχίσω δε θα συνέχιζα. Μα και τώρα που συνεχίζω δε ξέρω γιατί το κάνω. Έχω έντονη την αίσθηση πως περιμένω να αποφασίσουν. Και ποιος ξέρει πόσους αιώνες θα τους πάρει.
Για παράδειγμα είχα τον χριστιανισμό. Καλώς ή κακώς δε θα το εξετάσω. Τον κουβαλούσα όμως στα σωθικά μου κι ας στην πράξη δε μού ‘βγαινε. Κι ας στην κοινωνία όλα φώναζαν πως...
- Εδώ το κόβω το κείμενο, δε μου βγαίνει, το παρατώ!
- Μα όχι, για στάσου, σαν να μού ‘ρχεται κάτι...
- Όχι όχι! Λάθος μου βγαίνει, δεν είμαι εγώ αυτός!
Καταλαβαίνετε τώρα γιατί μιλώ για αρχές; Γιατί ήθελα να έχω μία συνέχεια, μία συνοχή που δεν την έχω! Γιατί δεν γίνεται να μην έρχομαι από κάπου και κάπου να μην πηγαίνω. Είναι λιγάκι τρέλα να είσαι και να μην είσαι.
Βρίσκομαι λοιπόν μετέωρος, στο αέρα. Και μόλις πάω να σχηματίσω κάποια πεποίθηση, μία πίστη, έρχονται δύο σκέψεις και τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια μου. Έρχεται μια πληροφορία και την πηδάει. Άτιμη γνώση, διάχυτη πληροφόρηση. Να μην έχω κάπου να πιστέψω κι ο εαυτός μου να με προδίδει.
Ώρες-ώρες πιάνομαι απ’ την ηθική μου. Μα υπάρχει στα αλήθεια ατομική ηθική; Ή για να το πω ακριβέστερα, υπάρχει ηθική δίχως επιβράβευση; Δίχως έναν κύβο ζάχαρης, ένα καροτάκι; Όταν η ηθική σού βγάζει τα μάτια την κρατάς;
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας πως ετούτη η σύγχυση είναι η προσωρινή ταυτότητά μου. Δε ξέρω για πόσο θα την έχω. Θα ήθελα επίσης να συμπληρώσω πως μπορείτε να υπολογίζετε σε μένα. Αφού πρώτα αυτό-προσδιοριστώ.
triala