Βάλε το κενό στη θέση του…
Πρώτα ρώτησες την ταμία, χαμηλόφωνα, αν έχει γίνει κάποιο λάθος. Δε μπορεί τα «5 πράγματα» που πήρες να κάνουν 43 ευρώ. Και τότε με το βλέμμα σου, η αμηχανία περνάει στην ταμία αστραπιαία. Εγώ έκανα λάθος. Τελικά, δεν ταξιδεύει με μηχανή, αλλά με την ταχύτητα του βλέμματος. Η ταχύτητα του βλέμματος δεν είναι σταθερή, σαν του φωτός, εξαρτάται από τους ανθρώπους και το κενό ανάμεσά τους. Κάτι τέτοιο, μάλλον…
Τώρα η σκέψη όλων είναι, μήπως η ταμίας έκανε λάθος… δεν έχει πολύ καιρό που έπιασε δουλειά εκεί, είναι όλη μέρα στο ταμείο, ίσως έκανε λάθος… Άνθρωποι είμαστε. Ξεκινά να ελέγξει τον αριθμό των αντικειμένων και έπειτα στο περίπου πόσο κάνει το καθένα και σου επιβεβαιώνει ότι αυτό είναι το σύνολο… Εντάξει. Το δέχεσαι. Δεν φταίει η ταμίας. Τόσο έγραφαν πάνω τα πράγματα, τόσο βγάζει το σύνολο η μηχανή. Ξανακοιτάς στο πορτοφόλι και δεν υπάρχουν τόσα διαθέσιμα. Δεν φταίει η μηχανή, ούτε η ταμίας ούτε το βλέμμα της, αλλά στο πορτοφόλι υπάρχει ένα μικρό κενό…
Η ουρά στο ταμείο αυξάνεται και χωρίς καν η ταμίας ή εσύ να κοιτάξετε άλλους, η αμηχανία συνεχίζει το ταξίδι της στον υπόλοιπο χώρο. Έφτασε στους επόμενους! Πώς έγινε αυτό;! Τόση απόσταση, χωρίς βλέμματα, πώς έφτασε στους επόμενους; Πάλι λάθος. Δεν κυκλοφορεί έτσι, τελικά, δεν κυκλοφορεί μόνο με βλέμματα. Όταν λείπουν τα βλέμματα, μπορεί και κυκλοφορεί με την ταχύτητα της σκέψης. Οι πιο κοντινοί σε σένα, αρχίζουν και εκείνοι τώρα, να ελέγχουν πρώτα το πορτοφόλι τους… έπειτα, το καλάθι τους, μήπως πήραν κάτι που δεν είναι απαραίτητο. Μαζί κι εγώ. Μηχανικές κινήσεις στις τσέπες, γρήγορες ματιές στις τιμές των πραγμάτων στο καλάθι… γρήγοροι υπολογισμοί και αναμονή. Μια αμήχανη αναμονή. Και το κενό μεταξύ μας αρχίζει και μικραίνει.
Θα μπορούσες να είχες αρχίσει τα παράπονα ή τις φωνές, για το πόσο ακριβά τα έχουν κοστολογήσει στο συγκεκριμένο κατάστημα, τον κιμά και το κοτόπουλο και το γάλα και το ρύζι… να πεις για το ποιοι «κλέβουν τόσα χρόνια», ποιοι «είναι άδικοι» και είναι στο απυρόβλητο, για το ποιοι «μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση», για το «ποιοι φταίνε»… για το ποιοι σε απέλυσαν, για το ποιοι χρωστάνε στον άντρα σου, για τα παιδιά που σε περιμένουν στο σπίτι να μαγειρέψεις… Δε θυμάμαι ποια είναι τα παιδιά σου. Είναι οικείο το πρόσωπό σου, σίγουρα κάπως γνωριζόμαστε, κάπου κοντά μένετε, ίσως πήγαινα σχολείο με τα παιδιά σου, αλλά μάλλον δεν ήταν συμμαθητές μου… ή ήταν, αλλά δε θυμάμαι ονόματα, πια. Θα μπορούσες να πεις στην ταμία να περιμένει και ότι θα πεταχτείς να φέρεις από το σπίτι όσα λείπουν. Μένεις κοντά άλλωστε, μια γειτονιά όλοι, αλλά δεν το λες. Τι θα αλλάξει αν πας και επιστρέψεις; Ξέρεις ήδη πόσα έχει το πορτοφόλι και δεν είναι 43. Αυτό αρκεί.
Δε λες τίποτα από αυτά. Δε δικαιολογείσαι. Ζητάς μόνο συγγνώμη από τους υπόλοιπους, χωρίς να συναντηθούν τα βλέμματά σας ούτε στιγμή. Εγώ όμως είδα ότι κανένας δεν ενοχλήθηκε και στο είπαν κιόλας, χαμογελώντας, κατανοώντας… Αμήχανοι, αλλά προσπάθησαν να καλύψουν την απόσταση ανάμεσά σας, αυτό το κενό. Να μικρύνει κι άλλο το κενό.
Τελικά η ταμίας προτείνει τη λύση. Ακύρωση και πάλι από την αρχή, αλλά με λιγότερα πράγματα.
Στέκεσαι προσπαθώντας να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν τα χρειάζεσαι «όλα». Δε μπορείς να κάνεις κι αλλιώς, πλέον ψάχνεις μονολογώντας, ποια πράγματα θα αφήσεις. Μπροστά σου η μηχανή έτοιμη να μετρήσει ξανά και πίσω σου, οριστικά πια, η αμηχανία βρίσκεται στους επόμενους. Επιλέγεις λίγα, αφήνεις τα «ακριβά». Αφήνεις τον κιμά και το κοτόπουλο και κρατάς τον καφέ που «έχει δώρο τη ζάχαρη».
Έτυχε η μηχανή και συμφωνεί τώρα με το κενό στο πορτοφόλι. Όταν δε συμβαίνει, να το ξέρεις ότι οι επόμενοι στην ουρά είναι πρόθυμοι να μικρύνουν κι άλλο το κενό, το όποιο κενό… ακριβώς γιατί είμαστε αμήχανοι. Μη χάνεσαι για το κενό. Βάλε το κενό στη θέση του… Μη_χάνεσαι.
//ΠαραλληλοΓράφος//
e-erkyna