Εκ-ποίηση ψυχών
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Πόνος, δυστυχία, θάνατος. Μία 90χρονη γυναίκα στην Άρτα καίγεται ζωντανή απ’ το μαγκάλι της. Φυσάει στις στοές, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι ανέστιες ψυχές. Κι όμως «…με τα δάκρυά σου/θα φτιάξω φτερά» αναφωνεί ο ποιητής και ο φίλος από τις όχθες του Σηκουάνα μας δίνει κουράγιο, επιμένοντας πως «Η ποίηση θα σώσει τον κόσμο»!
Παραβλέπει, όμως, ότι σήμερα εκλείπουν οι ποιητές που ξεσήκωναν τα κύτταρα και ανέτρεπαν τα καθεστώτα, καταγγέλλοντας «κάθε κενότητα (που) αναπαύεται ανώδυνα σε κατακτημένες αποσκευές». Τώρα, Τίποτα. Ούτε πάθη ούτε αδυσώπητα λεπίδια του πόθου ούτε αγάπες αλήτισσες. Τίποτα. Δεν υπάρχει ποίηση πια, μόνο η εκ-ποίηση από το ΤΑΙΠΕΔ της περιουσίας και της ταυτότητάς μας. Αλλά εκεί που περιμένεις πως το «τίποτα» θα ισοπεδώσει ανθρώπους και ψυχές, αίφνης «από’ να τίποτα γίνεται ο παράδεισος», στήνεται η γιορτή της αναγέννησης του ανθρώπου και ο φίλος αληθεύει.
Γιατί οι άνθρωποι ξαναζούν «απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων» και η δυστυχία γίνεται ελαφρύτερη όταν μοιράζεται. Δύο ποτήρια μπρούσκο και το τραγούδι παροξύνει το χάος, ανακατεύει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων συναισθημάτων ανασυνθέτει τον κόσμο. Η ποίηση, έτσι, γίνεται βίωμα, επιβίωση και τρόπος ζωής. Όμως στη νεοπλατωνική εποχή μας οι ποιητές εξορίζονται από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς των στρατιωτικοποιημένων νεοφιλελεύθερων κοινωνιών της αέναης κρίσης και της διαρκούς έκτακτης ανάγκης! Αντί για την ποίηση, κυριαρχεί η «εκποίηση», η θηλιά που αποκαλείται «ανάσα» και τα ψέματα που είναι κρυμμένα στις γενικεύσεις, στις συνδηλώσεις των λέξεων, εκεί όπου η καταλήστευση των ανθρώπινων ζωών παρουσιάζεται σαν σωτηρία.
Παντού ψέματα αναμεμιγμένα με τρομοκρατικό φόβο, το φόβο της χρεοκοπίας, την ανασφάλεια και τη διαλυτική λειτουργία του κοινωνικού αυτοματισμού. Πιο απάνθρωπος, εντέλει, κι από τον μισό μισθό, τη μισή σύνταξη, τη μισή αποζημίωση και τη μισή ζωή είναι ο εμπαιγμός των άνεργων νέων, των γυναικών και των γερόντων! Γιατί δεν είναι μόνο τα χρήματα που αφαιρούνται. Πάνω απ’ όλα αφαιρούν την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη υπόσταση καθώς η ανέχεια αποανθρωποποιεί. Κι όμως, από μια σπίθα, από ένα ίχνος-μνήμης, από ένα τίποτα ξαναφτιάχνεται ο παράδεισος, όπου οι ψυχές ξανασυναντιώνται δημιουργώντας μία ισχυρή εκρηκτική ύλη.
Αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός εξουδετερώνεται μέσω της τεχνητής, της ακίνδυνης δικτύωσης(της επιφανειακής ομαδοποίησης) σε σεξουαλικές, εθνοτικές, ποδοσφαιρικές, μουσικές, ενδυματολογικές και άλλες «φυλές». Αυτή η πολιτική και κοινωνική πολυδιάσπαση επιδιώκει την εξουδετέρωση της ισχύος της ποιητικής, οραματικής συνάντησης των «κάτω», της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό ακόμα και η μορφή της πατριωτικής οικειοποίησης του καταναλωτισμού, όπως στο «αμερικανικό όνειρο», έχει καταστεί μια τεράστια, εθνική κατάθλιψη.
Απαιτείται, συνεπώς, η διαμόρφωση μιας νέας αξιακής πρότασης, μιας νέας διευρυμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας που θα λαμβάνει υπόψη της τόσο το χρόνο και τα όρια της φύσης όσο και τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των συνθηκών ζωής του ανθρώπου, δηλαδή, μία ποιοτική και όχι ποσοτική ανάπτυξη, μία ανάπτυξη που θα προοιωνίζεται τον «παράδεισο» όλων και όχι μόνο των λίγων!
Πόνος, δυστυχία, θάνατος. Μία 90χρονη γυναίκα στην Άρτα καίγεται ζωντανή απ’ το μαγκάλι της. Φυσάει στις στοές, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι ανέστιες ψυχές. Κι όμως «…με τα δάκρυά σου/θα φτιάξω φτερά» αναφωνεί ο ποιητής και ο φίλος από τις όχθες του Σηκουάνα μας δίνει κουράγιο, επιμένοντας πως «Η ποίηση θα σώσει τον κόσμο»!
Παραβλέπει, όμως, ότι σήμερα εκλείπουν οι ποιητές που ξεσήκωναν τα κύτταρα και ανέτρεπαν τα καθεστώτα, καταγγέλλοντας «κάθε κενότητα (που) αναπαύεται ανώδυνα σε κατακτημένες αποσκευές». Τώρα, Τίποτα. Ούτε πάθη ούτε αδυσώπητα λεπίδια του πόθου ούτε αγάπες αλήτισσες. Τίποτα. Δεν υπάρχει ποίηση πια, μόνο η εκ-ποίηση από το ΤΑΙΠΕΔ της περιουσίας και της ταυτότητάς μας. Αλλά εκεί που περιμένεις πως το «τίποτα» θα ισοπεδώσει ανθρώπους και ψυχές, αίφνης «από’ να τίποτα γίνεται ο παράδεισος», στήνεται η γιορτή της αναγέννησης του ανθρώπου και ο φίλος αληθεύει.
Γιατί οι άνθρωποι ξαναζούν «απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων» και η δυστυχία γίνεται ελαφρύτερη όταν μοιράζεται. Δύο ποτήρια μπρούσκο και το τραγούδι παροξύνει το χάος, ανακατεύει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων συναισθημάτων ανασυνθέτει τον κόσμο. Η ποίηση, έτσι, γίνεται βίωμα, επιβίωση και τρόπος ζωής. Όμως στη νεοπλατωνική εποχή μας οι ποιητές εξορίζονται από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς των στρατιωτικοποιημένων νεοφιλελεύθερων κοινωνιών της αέναης κρίσης και της διαρκούς έκτακτης ανάγκης! Αντί για την ποίηση, κυριαρχεί η «εκποίηση», η θηλιά που αποκαλείται «ανάσα» και τα ψέματα που είναι κρυμμένα στις γενικεύσεις, στις συνδηλώσεις των λέξεων, εκεί όπου η καταλήστευση των ανθρώπινων ζωών παρουσιάζεται σαν σωτηρία.
Παντού ψέματα αναμεμιγμένα με τρομοκρατικό φόβο, το φόβο της χρεοκοπίας, την ανασφάλεια και τη διαλυτική λειτουργία του κοινωνικού αυτοματισμού. Πιο απάνθρωπος, εντέλει, κι από τον μισό μισθό, τη μισή σύνταξη, τη μισή αποζημίωση και τη μισή ζωή είναι ο εμπαιγμός των άνεργων νέων, των γυναικών και των γερόντων! Γιατί δεν είναι μόνο τα χρήματα που αφαιρούνται. Πάνω απ’ όλα αφαιρούν την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη υπόσταση καθώς η ανέχεια αποανθρωποποιεί. Κι όμως, από μια σπίθα, από ένα ίχνος-μνήμης, από ένα τίποτα ξαναφτιάχνεται ο παράδεισος, όπου οι ψυχές ξανασυναντιώνται δημιουργώντας μία ισχυρή εκρηκτική ύλη.
Αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός εξουδετερώνεται μέσω της τεχνητής, της ακίνδυνης δικτύωσης(της επιφανειακής ομαδοποίησης) σε σεξουαλικές, εθνοτικές, ποδοσφαιρικές, μουσικές, ενδυματολογικές και άλλες «φυλές». Αυτή η πολιτική και κοινωνική πολυδιάσπαση επιδιώκει την εξουδετέρωση της ισχύος της ποιητικής, οραματικής συνάντησης των «κάτω», της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό ακόμα και η μορφή της πατριωτικής οικειοποίησης του καταναλωτισμού, όπως στο «αμερικανικό όνειρο», έχει καταστεί μια τεράστια, εθνική κατάθλιψη.
Απαιτείται, συνεπώς, η διαμόρφωση μιας νέας αξιακής πρότασης, μιας νέας διευρυμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας που θα λαμβάνει υπόψη της τόσο το χρόνο και τα όρια της φύσης όσο και τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των συνθηκών ζωής του ανθρώπου, δηλαδή, μία ποιοτική και όχι ποσοτική ανάπτυξη, μία ανάπτυξη που θα προοιωνίζεται τον «παράδεισο» όλων και όχι μόνο των λίγων!