[ ]
Πρόσφατες Αναρτήσεις
Στον αρ­χαίο κό­σμο βρα­διά­ζει πια νω­ρίς
Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012 Posted by STEVENIKO


Όσο με­γα­λώ­νου­με,
τό­σο τα ποιή­μα­τα γερ­νούν
Η σάρ­κα πλα­δα­ρή
οι πε­ρού­κες και η πού­δρα
δεν μπο­ρούν να κρύ­ψουν τις ρυ­τί­δες
μια μαύ­ρη γά­τα αί­λου­ρος
κοι­μά­ται α­νά­με­σα στις λέ­ξεις […]
Γι’ αυ­τό ό­σο με­γα­λώ­νω
δια­λέ­γω πιο αιχ­μη­ρούς
κον­δυ­λο­φό­ρους
Χλόη Κου­τσου­μπέ­λη

Στη Βιό, ό­πως ά­ρε­σε –παί­ζο­ντας με «τον βίο» των αν­θρώ­πω­ν– στον γλωσ­σο­κε­ντρι­κό ποιη­τή Μι­χά­λη Κα­τσα­ρό να α­πο­κα­λεί το τε­τρά­γω­νο στη συμ­βο­λή Λέ­νορ­μαν και Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως, στα ση­με­ρι­νά πα­ρακ­μα­σμέ­να, ε­πει­δή ο­δεύουν και αυ­τά προς πώ­λη­σιν, τα­χυ­δρο­μεία έ­νας ά­ντρας σω­ριά­ζε­ται στο ο­δό­στρω­μα. Η πα­ράλ­λη­λη με το πε­ζο­δρό­μιο θέ­ση του δεν δια­κό­πτει την κυ­κλο­φο­ρία. Τ’ αυ­το­κί­νη­τα συ­νε­χί­ζουν α­κώ­λυ­τα την πο­ρεία τους. Τον προ­σπερ­νώ. Μα­ζί και τις δε­κά­δες κα­ρο­τσά­κια μ’ αυ­τόν τον εκ­κω­φα­ντι­κό θό­ρυ­βο –υ­πάρ­χει πά­ντα κά­τι χει­ρό­τε­ρο α­κό­μα κι α­π’ το μαρ­τύ­ριο της στα­γό­νας– που κά­νουν στο δρό­μο οι με­ταλ­λι­κές τους ρό­δες. Εκεί που άλ­λο­τε βά­ζα­με τρό­φι­μα, κι ο Sky σή­με­ρα ε­να­πο­θέ­τει με­τά της εκ­κλη­σίας τις φι­λαν­θρω­πίες τους, στοι­βά­ζο­νται με μα­ε­στρία τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γού σε τσίρ­κο τα χι­λιά­δες α­πό­βλη­τα ό­νει­ρά μας. Τα ρά­κη μιας ζωής και μιας κοι­νω­νίας που ευ­τυ­χώς ξε­χνά γρή­γο­ρα και γι’ αυ­τό εί­ναι πα­νέ­τοι­μη να δώ­σει ψή­φο α­κό­μα και στον Λομ­βέρ­δο.

Άλλω­στε, ό­πως μας λέει και η Θεσ­σα­λο­νι­κιά Χλόη Κου­τσου­μπέ­λη, στην ο­ποία α­νή­κει και ο τίτ­λος του ση­με­ρι­νού ση­μειώ­μα­τος: «Η μνή­μη του χρυ­σό­ψα­ρου διαρ­κεί έ­να λε­πτό/ του ε­λέ­φα­ντα για χρό­νια/ του πι­ράν­χας εί­ναι το λαί­μαρ­γο πα­ρό­ν/ του με­τα­ξο­σκώ­λη­κα/ η κά­μπια». Τε­λι­κά συ­γκα­τα­λε­γό­μα­στε στα πι­ράν­χας ή στα χρυ­σό­ψα­ρα; Ή μή­πως με­τα­ξο­σκώ­λη­κες ό­σο κρα­τά η εκ­τρο­φή μας α­π’ τις κά­μπιες; Μό­νο που το δι­κό μας έκ­κρι­μα δεν πα­ρά­γει με­τά­ξι, πε­ριο­ρί­ζε­ται α­πλώς σε πρό­σω­πα της τρέ­χου­σας ε­πι­και­ρό­τη­τας.

Κά­θε που α­γκυ­λώ­νει την ψυ­χή η φρί­κη τό­σο συ­νει­δη­το­ποιώ πως το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα γι­νό­μα­στε ο­λοέ­να και πιο πε­ρι­γρα­φι­κοί: κα­τα­γρα­φείς του συρ­μού με την ε­πι­με­λώς δια­φυ­λαγ­μέ­νη α­πό­στα­ση του γρα­φειο­κρά­τη που ως πο­λι­τι­κός, πο­λί­της, στρα­τιω­τι­κός, υ­πάλ­λη­λος δη­μο­σιο­γρά­φος, ή συγ­γρα­φέ­ας διεκ­πε­ραιώ­νει ε­ντο­λές, ή ι­κα­νο­ποιεί μό­δες, κι­νού­με­νος σε ό­ρια α­σφυ­κτι­κά που άλ­λοι και προ πολ­λού του έ­θε­σαν, ή του προ­σφέ­ρουν. Από τον Γιωρ­γά­κη, την Τρόι­κα και τον Μάρ­κα­ρη, μέ­χρι τον Χίτ­λερ την Μέρ­κε­λ, τον Κα­σι­διά­ρη και τον Χατ­ζη­σω­κρά­τη.

Ύστε­ρα τι να σου κά­νει ο Μα­νι­τά­κης; Ένας α­πλός υ­πουρ­γός που α­πο­λύει κα­τ’ ε­ντο­λή­ν; Ή ο α­πλώς υ­πο­γρά­φων (α­πο­πο­μπές, μειώ­σεις, συ­νταγ­μα­τι­κές εκ­τρο­πές, κοι­νω­νι­κές δο­λο­φο­νίες), εκ­φω­νη­τής προ­ε­δρι­κών διαγ­γελ­μά­τω­ν; Ή ο βα­σα­νι­στής στο Μά­ουτ­χα­ου­ζεν –συ­γκι­νη­τι­κή η πρό­σφα­τη πα­ρά­στα­ση και α­να­τρι­χια­στι­κή η (ε­πα­να)δια­πί­στω­ση της α­νε­ξέ­λε­γκτης αν­θρώ­πι­νης δια­στρο­φής–, ή ο Κου­βέ­λης με τα ι­σο­δύ­να­μα και τα γε­νό­ση­μά του; (Που χαί­ρει και της ε­κτί­μη­σης των χρυ­σό­ψα­ρων).

Να σας πε­ρι­γρά­ψω, λοι­πόν, τη φε­τι­νή προ­σο­μοίω­ση των ε­ορ­τών, με τους δε­κά­δες φοί­νι­κες και τον «ε­λαιώ­να» της πρω­τεύου­σας που καλ­λιερ­γούν ζη­λό­τυ­πα α­πό ε­πο­χής Μπα­κο­γιάν­νη ό­λοι οι δή­μαρ­χοι, πά­νω στα κα­του­ρη­μέ­να τσι­μέ­ντα της άλ­λο­τε πλα­τείας Ομο­νοίας; Για­τί μπο­ρεί να ξε­κλη­ρί­στη­καν οι φοί­νι­κες, πού να βρε­θούν λε­φτά για ψε­κα­σμούς, αλ­λά ο δι­κο­μα­νής δή­μαρ­χος με την πλά­στιγ­γα ε­ξα­σφά­λι­σε σε γλά­στρα αρ­κε­τούς για τις φε­τι­νές ε­ορ­τα­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις. Μα­ζί και δυο ε­λιές που θα α­πο­τε­λέ­σουν τη μα­γιά της α­να­σύ­στα­σης του Πλα­τω­νι­κού ε­λαιώ­να με τα άλ­λο­τε 117.000 αιω­νό­βια δέ­ντρα που τά ’πνι­ξαν τα μπά­ζα και τα α­πό­βλη­τα της Πέ­τρου Ράλ­λη. Και που δεν ά­φη­σαν τον Βabis να α­να­πλά­σει μέ­σω των 50.000 τε­τρα­γω­νι­κών του.

Ανεύ­θυ­νοι διεκ­πε­ραιω­τές, λοι­πόν, εί­μα­στε που θα στο­λί­σου­με και φέ­τος το δέ­ντρο της πεί­νας, της αυ­τα­πά­της, και της προ­σω­ρι­νής δια­φυ­γής μας α­π’ ό­σα συμ­βαί­νουν στον δι­πλα­νό μας. Για­τί τε­λι­κά ε­μείς θα κα­τα­φέ­ρου­με να γλι­τώ­σου­με το Άου­σβι­τς που μας α­να­λο­γεί.

Αγνές σκιές πε­ρι­φε­ρό­με­νες σε σκου­πί­δια και τη­λε­ο­ρά­σεις εί­μα­στε, στρώ­μα­τα α­γίων στις γω­νίες και τις πυ­λω­τές. Κα­τα­στρο­φείς κά­θε γω­νιάς που ξέ­φυ­γε τη βρω­μιά, τη μουτ­ζού­ρα και την ε­γκα­τά­λει­ψη. (Η συ­νε­χι­ζό­με­νη μα­νία δεν εί­ναι ά­σχε­τη με την α­πο­στρο­φή που βα­θειά αι­σθα­νό­μα­στε).

Σαν τους πα­λιούς Ρώ­σους κο­λί­γους καί­με ό,τι πέ­φτει στα χέ­ρια μας, για­τί η α­νέ­χεια κι ο φό­βος ευ­τε­λί­ζει την ί­δια μας τη ζωή. Ερπε­τά στη δι­κή μας Λα­σπο­κοκ­κυ­γία πού ’ρθε να πά­ρει τη θέ­ση της Νε­φε­λο­κοκ­κυ­γίας του Αρι­στο­φά­νη, με τα ψο­φί­μια κα­τα­γής στην άλ­λο­τε πό­λη των που­λιών. Την πο­λι­τεία που τη νιώ­θου­με να τουρ­του­ρί­ζει μα­ζί μας, κα­τά το στί­χο ε­νός πρόω­ρα χα­μέ­νου –ό­πως ό­λοι οι πραγ­μα­τι­κοί ά­γιοι– ποιη­τή.

Εί­ναι πολ­λά τα πε­ρίερ­γα που α­δυ­να­τεί να συλ­λά­βει ο νους μου: τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, ας πού­με, μιας συ­ντε­ταγ­μέ­νης σταυ­ρο­δο­σίας, και το πώς ε­ντάσ­σε­ται στο ο­μα­δι­κό πνεύ­μα της ε­πα­να­στα­τι­κής α­ρι­στε­ράς; Για­τί εί­ναι πο­λι­τι­κή πρά­ξη να ε­τοι­μά­ζο­νται ο­λο­νυ­χτίς ψη­φο­δέλ­τια; Το δια­γκω­νι­σμό ε­νός α­ρι­στί­δην διο­ρι­σμού, με τις έν­νοιες «διο­ρι­σμός» και «α­ρι­στί­δην» να α­ντι­λαμ­βά­νο­μαι ως α­σύμ­βα­τες. Πώς νέες ι­δέες καρ­πί­ζουν πά­νω σε ξε­θυ­μα­σμέ­να πα­λιά υ­λι­κά;

Σκέ­φτο­μαι εμ­φα­νώς α­μή­χα­να, ό­πως και σ’ ό­λα τα τε­λευ­ταία μου κεί­με­να, πως α­νά­με­σα στην τρα­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στην πο­λι­τι­κή της δια­χεί­ρι­ση υ­πάρ­χει α­κό­μα με­γά­λο χά­ος.

Δεν πρω­το­τυ­πεί η ε­πο­χή μας. Θα φύ­γου­με, (κα­λο­προ­αί­ρε­τοι ή κα­κο­προ­αί­ρε­τοι) φορ­τω­μέ­νοι με τις ί­διες α­ντι­φά­σεις/α­νε­πάρ­κειές μας. Απο­στρε­φό­με­νοι το «λά­θος», ή υ­πε­ρα­μυ­νό­με­νοι του «σω­στού», μο­λο­νό­τι ξέ­ρου­με πως και τα δυο δεν εί­ναι μο­νο­σή­μα­ντα.

Τι μέ­νει; Του­λά­χι­στον η ποίη­ση α­φού, κα­τά τον Σα­ρα­ντά­ρη, άρ­νη­σή της Ση­μαί­νει [ό­τι] ε­γκα­τα­λεί­που­με τον α­γώ­να/ Πα­ρα­τά­με τη χα­ρά στους α­νί­δε­ους/ Τις γυ­ναί­κες στα φι­λιά του α­νέ­μου/ Και στη σκό­νη του και­ρού/ Ση­μαί­νει πως φο­βό­μα­στε/ [πως] η ζωή μας έ­γι­νε ξέ­νη/ Ο θά­να­τος βρα­χνάς.
Με τις 3.124 αυ­το­κτο­νίες να βα­ραί­νουν τη σύγ­χρο­νη πο­λι­τι­κή ι­στο­ρία ας ε­ξα­κο­λου­θή­σου­με να εί­μα­στε ποιη­τές. Του­λά­χι­στον θα ση­κώ­νου­με σταυ­ρούς. Δεν θα σκα­ρώ­νου­με σταυ­ρο­δο­σίες.


STEVENIKO

Σας ευχαριστώ για την επίσκεψη σας...

0 σχόλια for "Στον αρ­χαίο κό­σμο βρα­διά­ζει πια νω­ρίς"

Leave a reply