Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς
Όσο μεγαλώνουμε,
τόσο τα ποιήματα γερνούν
Η σάρκα πλαδαρή
οι περούκες και η πούδρα
δεν μπορούν να κρύψουν τις ρυτίδες
μια μαύρη γάτα αίλουρος
κοιμάται ανάμεσα στις λέξεις […]
Γι’ αυτό όσο μεγαλώνω
διαλέγω πιο αιχμηρούς
κονδυλοφόρους
Χλόη Κουτσουμπέλη
Άλλωστε, όπως μας λέει και η Θεσσαλονικιά Χλόη Κουτσουμπέλη, στην οποία ανήκει και ο τίτλος του σημερινού σημειώματος: «Η μνήμη του χρυσόψαρου διαρκεί ένα λεπτό/ του ελέφαντα για χρόνια/ του πιράνχας είναι το λαίμαργο παρόν/ του μεταξοσκώληκα/ η κάμπια». Τελικά συγκαταλεγόμαστε στα πιράνχας ή στα χρυσόψαρα; Ή μήπως μεταξοσκώληκες όσο κρατά η εκτροφή μας απ’ τις κάμπιες; Μόνο που το δικό μας έκκριμα δεν παράγει μετάξι, περιορίζεται απλώς σε πρόσωπα της τρέχουσας επικαιρότητας.
Κάθε που αγκυλώνει την ψυχή η φρίκη τόσο συνειδητοποιώ πως το τελευταίο διάστημα γινόμαστε ολοένα και πιο περιγραφικοί: καταγραφείς του συρμού με την επιμελώς διαφυλαγμένη απόσταση του γραφειοκράτη που ως πολιτικός, πολίτης, στρατιωτικός, υπάλληλος δημοσιογράφος, ή συγγραφέας διεκπεραιώνει εντολές, ή ικανοποιεί μόδες, κινούμενος σε όρια ασφυκτικά που άλλοι και προ πολλού του έθεσαν, ή του προσφέρουν. Από τον Γιωργάκη, την Τρόικα και τον Μάρκαρη, μέχρι τον Χίτλερ την Μέρκελ, τον Κασιδιάρη και τον Χατζησωκράτη.
Ύστερα τι να σου κάνει ο Μανιτάκης; Ένας απλός υπουργός που απολύει κατ’ εντολήν; Ή ο απλώς υπογράφων (αποπομπές, μειώσεις, συνταγματικές εκτροπές, κοινωνικές δολοφονίες), εκφωνητής προεδρικών διαγγελμάτων; Ή ο βασανιστής στο Μάουτχαουζεν –συγκινητική η πρόσφατη παράσταση και ανατριχιαστική η (επανα)διαπίστωση της ανεξέλεγκτης ανθρώπινης διαστροφής–, ή ο Κουβέλης με τα ισοδύναμα και τα γενόσημά του; (Που χαίρει και της εκτίμησης των χρυσόψαρων).
Να σας περιγράψω, λοιπόν, τη φετινή προσομοίωση των εορτών, με τους δεκάδες φοίνικες και τον «ελαιώνα» της πρωτεύουσας που καλλιεργούν ζηλότυπα από εποχής Μπακογιάννη όλοι οι δήμαρχοι, πάνω στα κατουρημένα τσιμέντα της άλλοτε πλατείας Ομονοίας; Γιατί μπορεί να ξεκληρίστηκαν οι φοίνικες, πού να βρεθούν λεφτά για ψεκασμούς, αλλά ο δικομανής δήμαρχος με την πλάστιγγα εξασφάλισε σε γλάστρα αρκετούς για τις φετινές εορταστικές εκδηλώσεις. Μαζί και δυο ελιές που θα αποτελέσουν τη μαγιά της ανασύστασης του Πλατωνικού ελαιώνα με τα άλλοτε 117.000 αιωνόβια δέντρα που τά ’πνιξαν τα μπάζα και τα απόβλητα της Πέτρου Ράλλη. Και που δεν άφησαν τον Βabis να αναπλάσει μέσω των 50.000 τετραγωνικών του.
Ανεύθυνοι διεκπεραιωτές, λοιπόν, είμαστε που θα στολίσουμε και φέτος το δέντρο της πείνας, της αυταπάτης, και της προσωρινής διαφυγής μας απ’ όσα συμβαίνουν στον διπλανό μας. Γιατί τελικά εμείς θα καταφέρουμε να γλιτώσουμε το Άουσβιτς που μας αναλογεί.
Αγνές σκιές περιφερόμενες σε σκουπίδια και τηλεοράσεις είμαστε, στρώματα αγίων στις γωνίες και τις πυλωτές. Καταστροφείς κάθε γωνιάς που ξέφυγε τη βρωμιά, τη μουτζούρα και την εγκατάλειψη. (Η συνεχιζόμενη μανία δεν είναι άσχετη με την αποστροφή που βαθειά αισθανόμαστε).
Σαν τους παλιούς Ρώσους κολίγους καίμε ό,τι πέφτει στα χέρια μας, γιατί η ανέχεια κι ο φόβος ευτελίζει την ίδια μας τη ζωή. Ερπετά στη δική μας Λασποκοκκυγία πού ’ρθε να πάρει τη θέση της Νεφελοκοκκυγίας του Αριστοφάνη, με τα ψοφίμια καταγής στην άλλοτε πόλη των πουλιών. Την πολιτεία που τη νιώθουμε να τουρτουρίζει μαζί μας, κατά το στίχο ενός πρόωρα χαμένου –όπως όλοι οι πραγματικοί άγιοι– ποιητή.
Είναι πολλά τα περίεργα που αδυνατεί να συλλάβει ο νους μου: τη συλλογικότητα, ας πούμε, μιας συντεταγμένης σταυροδοσίας, και το πώς εντάσσεται στο ομαδικό πνεύμα της επαναστατικής αριστεράς; Γιατί είναι πολιτική πράξη να ετοιμάζονται ολονυχτίς ψηφοδέλτια; Το διαγκωνισμό ενός αριστίδην διορισμού, με τις έννοιες «διορισμός» και «αριστίδην» να αντιλαμβάνομαι ως ασύμβατες. Πώς νέες ιδέες καρπίζουν πάνω σε ξεθυμασμένα παλιά υλικά;
Σκέφτομαι εμφανώς αμήχανα, όπως και σ’ όλα τα τελευταία μου κείμενα, πως ανάμεσα στην τραγική πραγματικότητα και στην πολιτική της διαχείριση υπάρχει ακόμα μεγάλο χάος.
Δεν πρωτοτυπεί η εποχή μας. Θα φύγουμε, (καλοπροαίρετοι ή κακοπροαίρετοι) φορτωμένοι με τις ίδιες αντιφάσεις/ανεπάρκειές μας. Αποστρεφόμενοι το «λάθος», ή υπεραμυνόμενοι του «σωστού», μολονότι ξέρουμε πως και τα δυο δεν είναι μονοσήμαντα.
Τι μένει; Τουλάχιστον η ποίηση αφού, κατά τον Σαραντάρη, άρνησή της Σημαίνει [ότι] εγκαταλείπουμε τον αγώνα/ Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους/ Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου/ Και στη σκόνη του καιρού/ Σημαίνει πως φοβόμαστε/ [πως] η ζωή μας έγινε ξένη/ Ο θάνατος βραχνάς.
Με τις 3.124 αυτοκτονίες να βαραίνουν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία ας εξακολουθήσουμε να είμαστε ποιητές. Τουλάχιστον θα σηκώνουμε σταυρούς. Δεν θα σκαρώνουμε σταυροδοσίες.