Όσα παίρνει ο άνεμος: ομπρέλες και ντροπή!
Καημένη Ελλάδα…Μόνη της η φράση δεν φτάνει για προβληματίσει κάποιους έως πολλούς Έλληνες και να διακόψει έναν εθιστικό τρόπο ζωής. Τα μεγέθη αυξομειώνονται. Ο πόλεμος με το ρολόι γίνεται πόλεμος με το ημερολόγιο. Ο ανθρώπινος χρόνος έχει προ πολλού μπεί στα χρονόμετρα, που κάνουν αντίστροφη μέτρηση του τέλους: της εργασίας, της αναζήτησης στοιχειώδους αξιοπρεπούς επιβίωσης για πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες, του εισοδήματος, της εξασφάλισης μιας σύνταξης, γενικά της ζωής.
του Στέλιου Συρμόγλου
Η ακρίδα και οι άλλες πληγές του Φαραώ δεν προξένησαν ποτέ τέτοια καταστροφή, όσο στην ελληνική κοινωνία οι ανερμάτιστες πολιτικές και πρακτικές των τελευταίων χρόνων. Και είναι οι ίδιοι πολιτικοί, των ίδιων κομμάτων, που μας οδήγησαν στο οικονομικό ναυάγιο και στον ευτελισμό των αξιών της κοινωνίας, που ανερριχημένοι στους κυβερνητικούς θώκους και ανερυθρίαστοι θριαμβολογούν μετρώντας τις δόσεις των δανείων και επιβάλλοντας δυσβάστακτα μέτρα…Με καμάρι, “αρχοντολεβεντιά” και βερμπαλιστικές αοριστολογίες, μας δημιουργούν την αίσθηση ότι πετύχαμε. Ότι χρειάζεται ρεαλισμός. Ότι είναι εθνική ανάγκη η προσαρμογή στην παραγματικότητα της “ξεφτίλας”.
Είναι απογοητευτικό. Η κατάσταση των ηθικών εκτροπών παντός είδους, η αδιαφορία και η λήθη χαρακτηρίζουν για χρόνια την ελληνική κοινωνία. Και καθώς ετοιμαζόμαστε να δρασκελίσουμε το κατώφλι του 2013, διαπιστώνουμε ότι οι πολιτικοί και οι εκφραστές του ηθικού νόμου περιορίζονται σε μια απόλυτη υποκρισία και συμπεριφέρονται Ιανού δεινότεροι. Και ο συνεχής βιασμός του ηθικού συστήματος, σ’ ένα μάλιστα περιβάλλον οικονομικής καχεξίας και ανεμοδαρμένων πολιτών, αναδίδει από το βάθος της σήψης, την αποπνικτική δυσοσμία της κοινωνικής παρακμής.
Δεν είναι μόνο ότι η ισχύς του νόμου υποχωρεί υπό το βάρος της ανεμπόδιστης αυθαιρεσίας. Είναι ο εξευτελισμός των αξιών, που είναι καθημερινή πρακτική συγκεκριμένων θρασύδειλων πολιτικών πρώτης γραμμής, συνεπικουρούμενων από τους χρηματοδότες τους, ως επί το πλείστον κρατικοδίαιτους μεγαλοεπιχειρηματίες και τους ευπειθείς υπαλλήλους τους ή άλλως αθύρματά τους, τους επί παντός επιστητού κριτές και επικριτές, τους δημοσιογράφους των εξαγορασμένων συνειδήσεων.
Εν μέσω κρίσης οικονομικής ,κοινωνικής ,αλλά πρωτίστως κρίσης πολιτιστικής και αξιών, ο λαικισμός ζωντανεύει τα πεθαμένα όνειρα και των ανίκανων δίνοντας ερείσματα, για την ανάπτυξη ενός άκρατου αριβισμού. Τα σύμβολα που προκαλούσαν ψυχική έξαρση έχασαν την ανένδοτη επιταγή τους. Κι ο ισχυρός, πωρωμένος από την ακατάσχετη παρεκτροπή, αποβάλλει με κυνικότητα την αιδώ και εκθέτει στο φως της ημέρας τα έργα της “νυχτός”, πράγμα που ενθουσιάζει τους χυδαίους και συντρίβει τους σεμνούς.
Ο τόπος αυτός ζεί μέρα με την ημέρα, χωρίς μακρόπνοους και σταθερούς στόχους. Έτσι υιοθετούνται ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες επιλογές, όπου η μια αναιρεί την άλλη. Και παίρνονται σπασμωδικώς μέτρα, που ενίοτε εξυπηρετούν κομματικές ή και επιχειρηματικές σκοπιμότητες, που κρίνονται εκ των υστέρων ανεφάρμοστα και ρίπτονται γρήγορα και σιωπηρά στον κάλαθο της λήθης. Τεράστιος αυτός ο κάλαθος. Όλα στην Ελλάδα ξεχνιούνται εντός ολίγων ημερών. Πρόχειρα και περιστασιακά ασκείται ακόμη και η εξωτερική μας πολιτική.
Και εγείρεται το ερώτημα: Η Ελλάδα ή έχει φτάσει στο ύψος του μεγαλοφυούς πολιτικού παιχνιδιού ή δεν έχει καμία πολιτική, που ισοδυναμεί με πολιτικό αμοραλισμό.
Και το πλήθος των εχόντων και κατεχόντων κινείται ως άμορφη μάζα στα θολά βουρκόνερα της ηθικής αποσύνθεσης, αναζητώντας ζωώδεις υλικές απολαύσεις, με την έστω στοιχειώδη ντροπή τους να την έχουν παρασύρει οι άνεμοι και τα κύματα…Και αναφέρομαι σε πολλούς απ’ αυτούς που τις μέρες των Χριστουγέννων, αλλά και τις επερχόμενες της πρωτοχρονιάς, είχαν κατακλύσει και θα κατακλύσουν τα διάφορα μπουζουκομάγαζα και τις νυχτερινές πίστες, όπου σε δύο τουλάχιστον καύσιμα φαίνεται να υπάρχει υπερεπάρκεια: Στο ουίσκι και στα ευρώ. Αν πιστέψω τα μάτια μου, βλέποντας πλάνα από τηλεοπτική εκπομπή, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες, αυτά τα δύο καύσιμα πλεονάζουν περισσότερο από τον ντόπιο λιγνίτη, αφού καίγονται για την πλάκα, το κέφι, στο γάμο του καραγκιόζη…
Η εικόνα με τα καιόμενα ευρώ στη πίστα και με το ουίσκι να ρέει εν αφθονία, στα πόδια των καθόλου καλλίγραμμων αοιδών και των εν εκστάσει ευρισκομένων κυριών από τα πακιστανοτουρκικής προέλευσης άσματα, έχει το παράξενο ότι όχι απλώς δεν συμβιβάζεται με την βαθιά οικονομική κρίση που βιώνουμε, αλλά δεν χωράει και στην οικονομική σκέψη. Σε κανένα πλάνο, σε καμία έννοια της ελέυθερης οικονομίας, ούτε σε μια ευσεβή αντίληψη ζωής. Προκαλεί την αγανάκτηση του υπεύθυνου οικονομολόγου και τη θλίψη του βιοπαλαιστή και του άνεργου.
Μπροστά στη χυδαιότητα της σκηνής, η ανάλογη χειρονομία της Ναστάσια Φιλίπποβνα, στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, είναι σχεδόν ιερατική. Η ελευθεριάζουσα Ναστάσια παίρνει το πακέτο με τις εκατό χιλιάεςς ρούβλια, που της έφερε ο γλεντοκόπος Ραγόζιν και το ρίχνει στο αναμμένο τζάκι, για να ταπεινώσει τον παλιάνθρωπο Γάνια. Του τα χαρίζει με τον όρο να συρθεί μέσα στο τζάκι και να αποσπάσει από τις φλόγες τα χρήματα…Η συνέχεια δεν έχει σημασία…
Οι πρωταγωνιστές της ντοστογιεβσκικής σκηνής θυσιάζονται με τον τρόπο του ο καθένας. Και οι τρεις είναι περιθωριακοί. Και οι τρεις φλέγονται από κάποιο πάθος. Χωρίς πάθος, αλλά με πολλή αλαζονεία, χωρίς ντροπή και με πολλή κουφότητα στον κοινωνικό πόνο, κάνουν τις…δικές τους θυσίες οι ευκατάστοι και πλούσιοι Νεοέλληνες. Μόνο για την επίδειξη. Καίγοντας ευρώ βρεγμένα με ουίσκι και καλώντας τις μινιφορούσες με πρησμένα από το ξενύχτι μάτια κοπέλες με καλαθάκια γεμάτα γαρίφαλα (συγκομιδή όχι σπανίως από νεκροταφεία της Αττικής) να τα αδειάσουν στην πίστα των αγαπημένων τους αοιδών…
Αυτό δεν είναι διάσκεδαση. Πρόκειται για τρισάθλια υποκουλτούρα της κοινωνίας του ωχαδερφισμού. Και δυστυχώς, ακόμα και αυτές τις μέρες των συσιτίων και της ουράς στον ΟΑΕΔ του πενιχρού επιδόματος ανεργίας, οι τραμπούκοι του εύκολου χρήματος, με την ψυχή τους στριμωγμένη στο λίπος, είναι και οι πρίγκηπες της κοινωνίας της κατανάλωσης και της κοινωνικής παχυδερμίας.
freepen