Ρινηλάτες του νέου κόσμου
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ακούω το λυγμό της μάνας που παρακαλάει για τα παιδιά της. Βλέπω το πρόσωπο της δυστυχίας που ουρλιάζει σ’ όλους τους καιρούς, κοιτάζω την έκλειψη της ανθρωπιάς, διαβάζω για το ζευγάρι των αυτόχειρων ηλικιωμένων που δεν ήθελε να γίνει βάρος, βλέπω τους απελπισμένους, τους εξόριστους από την ίδια την ουσία της ζωής, όσους είναι ήδη νεκροί πριν πεθάνουν. Ακόμη και ο πόνος έχει εξοριστεί. Κανείς δεν πονά, κανείς δεν συμπονά, κανείς δεν συμπάσχει πια. Όλοι ντρέπονται για τη φτώχεια που τους έχει επισυμβεί ή τους απειλεί. Ο φτωχός συνιστά αγχογόνο υποκείμενο και αποφεύγεται, απομονώνεται. Κι εκείνος βυθίζεται πιο βαθιά στη ντροπή, στην απελπισία και στον πόνο του.
Κάποτε η φτώχεια αντέχονταν γιατί ήταν συνυφασμένη με την περηφάνια και την τιμιότητα, τώρα είναι συνδεδεμένη με την αποτυχία και γι’ αυτό γίνεται ντροπή και ενοχή. Κάποτε, υπήρχαν κοινωνικοί θεσμοί εξομάλυνσης του ατομικού πόνου. Η συλλογικότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη αλάφραιναν την οδύνη της απώλειας αγαπημένων, αλάφραιναν και τη δυστυχία της ανέχειας. Ο φτωχός ποτέ δεν έχανε το πρόσωπο και την αξιοπρέπειά του. Ήταν φτωχός αλλά περήφανος. Η φτώχεια είχε τον ακριβό πολιτισμό της, ο οποίος τη δεκαετία του 1920 με τη μικρασιατική καταστροφή αλλά και το 1960 με την εσωτερική μετανάστευση έγινε ο κυρίαρχος πολιτισμός στον ελληνικό χώρο.
Αυτός ο πολιτισμός τσακίστηκε όταν το 1981 εντάχτηκε στο κρατικό πελατολόγιο των επιχορηγήσεων και των αρπαχτών. Η φτώχεια από συνώνυμο της λεβεντιάς και της τιμιότητας έγινε συνώνυμο της ευήθειας και της αβελτηρίας. Φτωχός, στον καιρό του ΠΑΣΟΚ και κατά διαλείμματα της ΝΔ, έγινε πλέον ο ανίκανος, ο μη καπάτσος, ο ηλίθιος. Αυτόν τον κοινωνικό και πολιτισμικό εκφαυλισμό δημιούργησε το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Αυτόν θέλουν τώρα να υπερβούν αυτοί που τον δημιούργησαν. Αλλά οι εργαζόμενοι παραμένουν εκτός.
Τι χρειάζεται για να αλλάξει η Ελλάδα; Χρειάζεται ένα νέο όραμα, ένα νέο κοινωνικό πολιτισμό, που να εμπνέει τους πολίτες, δηλαδή μία πραγματικά κινητοποιό αξία. Γιατί ούτε ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, ούτε να εμπνευσθεί, ούτε μία αλλαγή να διαρκέσει αν δεν έχει τη δική της ποίηση, το δικό της περιεχόμενο. Αλλά ποιος θα «τραγουδήσει» σήμερα τον πολιτισμό της φτώχειας και το προσφάϊσμα της ζωής, ποιος ποιητής, ποιος Δάντης θα μιλήσει γι’ αυτό το «χάνι του πόνου»;
Ποιοι θα είναι οι ρινηλάτες του νέου κόσμου; Πως θα συναρτηθεί το Εμείς με την ελευθερία της ατομικής συλλογικότητας; Είναι αυτό δυνατό στον κόσμο που ζούμε, στον κόσμο όχι του Είναι αλλά του κατέχειν; Θα το ξαναπούμε: Είναι δυνατό, γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Ακούω το λυγμό της μάνας που παρακαλάει για τα παιδιά της. Βλέπω το πρόσωπο της δυστυχίας που ουρλιάζει σ’ όλους τους καιρούς, κοιτάζω την έκλειψη της ανθρωπιάς, διαβάζω για το ζευγάρι των αυτόχειρων ηλικιωμένων που δεν ήθελε να γίνει βάρος, βλέπω τους απελπισμένους, τους εξόριστους από την ίδια την ουσία της ζωής, όσους είναι ήδη νεκροί πριν πεθάνουν. Ακόμη και ο πόνος έχει εξοριστεί. Κανείς δεν πονά, κανείς δεν συμπονά, κανείς δεν συμπάσχει πια. Όλοι ντρέπονται για τη φτώχεια που τους έχει επισυμβεί ή τους απειλεί. Ο φτωχός συνιστά αγχογόνο υποκείμενο και αποφεύγεται, απομονώνεται. Κι εκείνος βυθίζεται πιο βαθιά στη ντροπή, στην απελπισία και στον πόνο του.
Κάποτε η φτώχεια αντέχονταν γιατί ήταν συνυφασμένη με την περηφάνια και την τιμιότητα, τώρα είναι συνδεδεμένη με την αποτυχία και γι’ αυτό γίνεται ντροπή και ενοχή. Κάποτε, υπήρχαν κοινωνικοί θεσμοί εξομάλυνσης του ατομικού πόνου. Η συλλογικότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη αλάφραιναν την οδύνη της απώλειας αγαπημένων, αλάφραιναν και τη δυστυχία της ανέχειας. Ο φτωχός ποτέ δεν έχανε το πρόσωπο και την αξιοπρέπειά του. Ήταν φτωχός αλλά περήφανος. Η φτώχεια είχε τον ακριβό πολιτισμό της, ο οποίος τη δεκαετία του 1920 με τη μικρασιατική καταστροφή αλλά και το 1960 με την εσωτερική μετανάστευση έγινε ο κυρίαρχος πολιτισμός στον ελληνικό χώρο.
Αυτός ο πολιτισμός τσακίστηκε όταν το 1981 εντάχτηκε στο κρατικό πελατολόγιο των επιχορηγήσεων και των αρπαχτών. Η φτώχεια από συνώνυμο της λεβεντιάς και της τιμιότητας έγινε συνώνυμο της ευήθειας και της αβελτηρίας. Φτωχός, στον καιρό του ΠΑΣΟΚ και κατά διαλείμματα της ΝΔ, έγινε πλέον ο ανίκανος, ο μη καπάτσος, ο ηλίθιος. Αυτόν τον κοινωνικό και πολιτισμικό εκφαυλισμό δημιούργησε το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Αυτόν θέλουν τώρα να υπερβούν αυτοί που τον δημιούργησαν. Αλλά οι εργαζόμενοι παραμένουν εκτός.
Τι χρειάζεται για να αλλάξει η Ελλάδα; Χρειάζεται ένα νέο όραμα, ένα νέο κοινωνικό πολιτισμό, που να εμπνέει τους πολίτες, δηλαδή μία πραγματικά κινητοποιό αξία. Γιατί ούτε ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, ούτε να εμπνευσθεί, ούτε μία αλλαγή να διαρκέσει αν δεν έχει τη δική της ποίηση, το δικό της περιεχόμενο. Αλλά ποιος θα «τραγουδήσει» σήμερα τον πολιτισμό της φτώχειας και το προσφάϊσμα της ζωής, ποιος ποιητής, ποιος Δάντης θα μιλήσει γι’ αυτό το «χάνι του πόνου»;
Ποιοι θα είναι οι ρινηλάτες του νέου κόσμου; Πως θα συναρτηθεί το Εμείς με την ελευθερία της ατομικής συλλογικότητας; Είναι αυτό δυνατό στον κόσμο που ζούμε, στον κόσμο όχι του Είναι αλλά του κατέχειν; Θα το ξαναπούμε: Είναι δυνατό, γιατί δεν γίνεται αλλιώς.