Πλατεία Δημοπρατηρίου, συμβολή των
οδών Αιόλου και Μητροπόλεως. Από την πολύβουη εμπορική πλατεία του 19ου
αιώνα επιβιώνει σήμερα μια στενή λωρίδα, ένα θλιβερό απομεινάρι που
προσπερνάμε αδιάφορα. Τότε δέσποζαν στην πλατεία το Δημοπρατήριο του
Χριστιανού Χάνσεν και το μεγάλο σιντριβάνι. Εκεί γίνονταν υπαίθριοι
πλειστηριασμοί, εκεί και το παζάρι μεταχειρισμένων αντικειμένων. Εκεί
κατέβαιναν για την κυριακάτικη βόλτα τους οι Αθηναίοι για να χαζέψουν
τις επιδείξεις των παλαιστών, να παρακολουθήσουν παραστάσεις Καραγκιόζη
και να απολαύσουν τον καφέ τους σε ένα από τα πέριξ καφενεία, δίπλα σε
θρύλους του 1821, τον Μακρυγιάννη και τον Τζαβέλλα.
Οι αγωνιστές σύχναζαν - πού αλλού; - στο «Καφενείο των Αγωνιστών»,
Αιόλου και Μητροπόλεως, καφενείο λαϊκό, ανατολίτικου ύφους. Κάπνιζαν
ναργιλέδες, αναπολούσαν τον Αγώνα και σχολίαζαν την επικαιρότητα. Λίγο
πιο κάτω, Αιόλου και Ερμού, το πολυτελές κοσμοπολίτικο καφενείο «Ωραία
Ελλάς» του Ιταλού Μπρινταρέλι ήταν το επίσημο στέκι του
αρσενικού πληθυσμού της πόλης. Εκεί έπαιζαν μπιλιάρδο, διάβαζαν ξένες
εφημερίδες και έπιαναν έντονες πολιτικές συζητήσεις γύρω από τα
μαρμάρινα τραπέζια του. Εκεί γίνονταν τότε και οι σφυγμομετρήσεις της
κοινής γνώμης. Αν οι θαμώνες της «Ωραίας Ελλάδος» καλοχαιρετούσαν τον Οθωνα, εκείνος δεν είχε να φοβάται για το στέμμα του. Συνήθως όμως στην «Ωραία Ελλάδα» δεν είχε καλή τύχη…
Με αφετηρία το ιστορικό κέντρο
Πρόσωπα, γεγονότα, τόποι, κτίρια, ιστορίες της Αθήνας συμπυκνώθηκαν
σε έναν πολύ περιεκτικό οδηγό της πόλης, γραμμένο από δύο ιστορικούς
που υπηρετούν στη δημόσια εκπαίδευση, τον Θανάση Γιοχάλα και την Τόνια Καφετζάκη.
Από την Κέρκυρα ο Θανάσης Γιοχάλας, ήρθε στην Αθήνα για σπουδές και
έμεινε. Η ιδέα ενός οδηγού της Αθήνας γεννήθηκε αόριστα εκείνα τα χρόνια.
«Φοιτητής στην Αθήνα, περνούσα συχνά από το Μνημείο των Αέρηδων στην
Πλάκα. Με εντυπωσίαζε κάθε φορά, αλλά δεν είχα ιδέα τι ήταν. Κάποια
στιγμή αποφάσισα να ερευνήσω λίγο και να μάθω».
Αγάπη και ενδιαφέρον για την πόλη είχε και η Τόνια Καφετζάκη,
γεννημένη και μεγαλωμένη στη Νέα Σμύρνη, συνάδελφος και φίλη του Θανάση
Γιοχάλα, με τον οποίο μοιράζονται «τις περιέργειες για την πόλη που
εξακολουθεί να αλλάζει με τρόπο δυσάρεστο και την επιθυμία να
ανακαλύψουμε στρώματα παλιότερα και να αναπληρώσουμε όσα συνεχώς
χάνονται». Με τα χρόνια μάζεψαν πλούσιο υλικό για την Αθήνα.
Αποφάσισαν να μην το κρατήσουν εγωιστικά για τον εαυτό τους αλλά να το
κυκλοφορήσουν με τη μορφή ενός χρηστικού οδηγού της πόλης για όλους:
«Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία».
Πυλώνες στήριξης της αφήγησης γίνονται από τη μία το ιστορικό κέντρο της
αρχαίας πόλης (η Ακρόπολη, οι γύρω λόφοι και οι γειτονικές συνοικίες)
και από την άλλη το εμπορικό κέντρο της νέας Αθήνας (η Αιόλου και οι
γύρω δρόμοι). Από αυτά τα σημεία εξόρμησης ξεκινούν διαδρομές στην πόλη
που φθάνουν ως τα όρια του Παγκρατίου, τους Αμπελοκήπους, τα Κάτω
Πατήσια και την Πειραιώς. Πλάκα, Μοναστηράκι, Ψυρρή, Σύνταγμα, Ομόνοια,
Γουδή, Χαυτεία… σύνολο έντεκα διαδρομές στον χώρο και στην ιστορία της
πόλης από τα τέλη της Νεολιθικής Εποχής ως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
«Διατρέχουμε με συντομία την Αρχαιότητα και τους Μέσους Χρόνους και
επικεντρωνόμαστε στον 19ο αιώνα και στον 20ό αιώνα, από την ίδρυση του
ελληνικού κράτους ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν καταστρέφονται παλιά
κτίρια, η πόλη μεγεθύνεται και η φυσιογνωμία της αρχίζει να αλλάζει» μας λέει η Τόνια Καφετζάκη.
Αναφέρονται όμως και σε νεότερα κτίρια με εμβληματική θέση στον αστικό
ιστό, όπως ο Πύργος Αθηνών στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και
Μεσογείων και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αλλά και σε χώρους
πολιτισμού που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες: το Μέγαρο
Μουσικής Αθηνών, η Τεχνόπολη στο Γκάζι, ο πολυχώρος «Αθηναΐς» στον
Βοτανικό, ο «Ελληνικός Κόσμος» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στην
Πειραιώς, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη λεωφ. Συγγρού, το μοναδικό
Μουσείο Συναισθημάτων Παιδικής Ηλικίας στο Κουκάκι.
Δεν χρειάζονται πολλά για να γνωρίσουμε και να οικειοποιηθούμε την πόλη:
Ο οδηγός της Αθήνας στο ένα χέρι και ένας χάρτης στο άλλο, ένα ζευγάρι
άνετα παπούτσια και ένα μπουκάλι νερό. Η φιλοπερίεργη διάθεση
επιβάλλεται. Ο ενθουσιασμός έρχεται βαδίζοντας. Τις Κυριακές ο Γιοχάλας
ξεναγεί στην Αθήνα τους μαθητές του 3ου Λυκείου Υμηττού και η Καφετζάκη
τους δικούς της, τα παιδιά του Πειραματικού Γυμνασίου της Ευαγγελικής
Σχολής Σμύρνης. Επισκέπτονται αξιοθέατα, κάνουν βόλτα με το τρενάκι,
γυρνοβολούν στις γειτονιές, ταυτίζουν κτίρια και καμιά φορά
επισκέπτονται ξενοδοχεία με παλιά ιστορία και σύγχρονο γκλάμουρ, όπως τη
«Μεγάλη Βρεταννία».
Σε ρυθμό περιπάτου
Η βιωματική μάθηση βοηθά τα παιδιά να ενσωματωθούν καλύτερα στην
πόλη, συμφωνούν και οι δύο καθηγητές. Η Τόνια Καφετζάκη υποστηρίζει
θερμά ότι οι εμπειρίες τις οποίες αποκτούν τα παιδιά τα βοηθούν «να
επανακτήσουν την οικειότητα με την πόλη και να την αγαπήσουν, πράγμα που
λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στις δοκιμασίες που περνά η Αθήνα τα
τελευταία χρόνια». Ο Θανάσης Γιοχάλας θυμάται ένα στιγμιότυπο:
κόσμο να στέκεται απέναντι από το καμένο κινηματοθέατρο «Αττικόν» και να
κοιτάζει την καταστροφή συγκινημένος. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα άντεχε να βεβηλώσει τον χώρο κάποιος που θα γνώριζε την ιστορία του, που αρχίζει το 1915» λέει.
Η αφήγηση του οδηγού τους δεν είναι συνεχής, αλλά κατατμημένη σε
λήμματα, οργανωμένα στη λογική του περιπάτου, του τι βλέπει κανείς
κινούμενος σε μια περιοχή, γεγονός που δίνει την ελευθερία στον
αναγνώστη να επινοήσει τις δικές του διαδρομές στην πόλη και τις δικές
του αφηγήσεις ξεκινώντας από το σημείο που προτιμά. Επτά χρόνια
εργάστηκαν οι δύο συγγραφείς αποδελτιώνοντας πληροφορίες από
ιστοριογράφους και περιηγητές της Αθήνας και από λογοτεχνικά κείμενα.
Αποσπάσματα από αυτά παραθέτουν κάτω από τα λήμματα του οδηγού τους,
μικρά κείμενα που απαθανατίζουν με δροσιά και ζωντάνια σκηνές και
στιγμιότυπα, μια ατμόσφαιρα και χώρους που χάθηκαν. Στο σύνολό του ο
τόμος δίνει μια εικόνα του παλίμψηστου της Αθήνας, καταγράφει τα ίχνη
του αρχαιοελληνικού, του βυζαντινού, του οθωμανικού και του
κοσμοπολίτικου οθωνικού παρελθόντος στον ιστό της σύγχρονης
μεγαλούπολης, που ήταν ως πολύ πρόσφατα μονόγλωσση και πολιτισμικά
ομογενοποιημένη.
«Βλέπω την πόλη με άλλα μάτια πλέον, συνήθισα να βλέπω πίσω από το ορατό και αυτό που δεν φαίνεται» αναφέρει η Τόνια Καφετζάκη. «Μου
έγινε συνήθεια. Οταν παρακολουθώ παλιές ασπρόμαυρες ταινίες προσπαθώ να
αναγνωρίσω σημεία και κτίρια για τα οποία διάβασα στη διάρκεια όλης
αυτής της δουλειάς». Είναι μιας πρώτης τάξεως διασκέδαση, τώρα που κάνει κρύο, που δεν πολυβγαίνουμε, που λεφτά δεν υπάρχουν.
Ανακαλύψαμε ότι ο τόμος προσφέρει επίσης έμπνευση και άφθονο υλικό για
ομαδικά παιχνίδια, τύπου trivial pursuit. Ξέρετε, λόγου χάρη, σε ποια
γνωστή περιοχή γινόταν το γαϊδουροπάζαρο στις αρχές του 20ού αιώνα; Πού
βρισκόταν το «Five o'clock», η πρώτη τσαγερί που άνοιξε στην Αθήνα το
1884; Πού ήταν το καφενείο «Παρθενών» στο οποίο υπογράφηκε το πρωτόκολλο
παράδοσης της Αθήνας στους Γερμανούς; Από πού πήρε το όνομά της η
συνοικία Μετς; Πού κάηκαν τα τελευταία αντίτυπα του «Επιτάφιου» του Ρίτσου
από τη μεταξική δικτατορία το 1936; Σε ποια περιβόητη οδό βρισκόταν το
ξακουστό κλαμπ-στριπτιζάδικο «Κουίντα» όπου τραγούδησε και ο Λούτσιο Ντάλα;
Γιατί τα πρώτα φαρμακεία της πόλης στεγάζονταν σε ισόγεια ξενοδοχείων;
Ποιας αθηναϊκής γειτονιάς το σχολείο επαινέθηκε για τον αρχιτεκτονικό
σχεδιασμό του από τον Λε Κορμπυζιέ; Ποιος ήταν ο Αντώνιος Δαμασκηνός;
Αυτό το τελευταίο είναι δύσκολο, ας το πάρει το ποτάμι… Καθηγητής
Μαθηματικών στο Πολυτεχνείο ήταν, με πρωτοποριακό επιχειρηματικό πνεύμα.
Κατασκεύασε απέναντι από το Ζάππειο μια πισίνα με θαλασσινό νερό, με
καμπίνες και όλα τα κομφόρ, για να δώσει την ευκαιρία στους Αθηναίους να
χαρούν τα θαλάσσια λουτρά. Η ιδέα του δεν βρήκε ανταπόκριση και ο
Δαμασκηνός χρεοκόπησε. Επιπλέον, έχασε και τη δουλειά του στο
Πολυτεχνείο, καθ' ότι εν έτει 1877 το ασυμβίβαστο λειτουργούσε.
Ο Σουρής και τα «φαρ ουέστ» Εξάρχεια του 1960
Καυστικοί αλλά πάντοτε διασκεδαστικοί είναι οι στίχοι του Γεωργίου Σουρή.
Τις πληροφορίες στον τόμο για το Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο ακολουθούν οι
στίχοι με τους οποίους ο σατιρικός Σουρής παρουσίασε τα εγκαίνια των
εργασιών για την ανέγερση του ιδρύματος, στις 5 Αυγούστου του 1884, στον
«Ρωμηό»: «Ετέθη ο θεμέλιος Δρομοκαΐτου λίθος/ παρόντος του πρωθυπουργού
και των αρχών εν γένει,/ τους υπεδέχθη με χαράν και των τρελλών το
πλήθος,/ και τέλος όλοι έφυγαν κατενθουσιασμένοι./ Μίαν ευχήν εκφράζομεν
επί τη ευκαιρία:/ Το ευγενές μας κτίριον ποτέ να μην αδειάση,/ ήγουν
πας Ελλην κύριος και Ελληνίς κυρία,/ ευχόμεθα να το ίδη και να το
δοκιμάση». Στο κεφάλαιο που χαρτογραφεί την περιοχή από την οδό
Ακαδημίας ως τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο λήμμα «Εξάρχεια», διαβάζουμε
μια καταπληκτική περιγραφή της γειτονιάς από την πένα του πεζογράφου Δημήτρη Πετσετίδη:
«Γύρω στα 1960 τα Εξάρχεια ήταν μια ήσυχη γειτονιά. Λίγες οι
πολυκατοικίες, περισσότερα τα παλιά διώροφα με τις ξύλινες πόρτες και τα
μαρμάρινα μπαλκόνια. Σε κάθε σπίτι σχεδόν υπήρχε ένα μικρό ή μεγαλύτερο
κομμάτι γης με λίγη πρασινάδα, έβλεπες καμιά πορτοκαλιά, κάποιο
φοινικόδεντρο, και παντού στις αυλές, στις σκάλες, στα μπαλκόνια άφθονα
λουλούδια. Ανέβαινες στο λόφο του Στρέφη και χόρταινε το μάτι σου
κεραμίδι. Οταν εκείνο τον καιρό πέρασε για πρώτη φορά το αστικό
λεωφορείο "Γκύζη" από την οδό Ζωοδόχου Πηγής, έφερε την ίδια αναστάτωση
που βλέπουμε στα γουέστερν να φέρνουν τα τραίνα στις πόλεις των αποίκων
της άγριας Δύσης».