Στη ρωγμή του χρόνου...
Δευτέρα βράδυ και τελευταία μέρα του 2012. Οι δρόμοι έχουν μια περίεργη ησυχία. Λίγα αυτοκίνητα και ακόμα λιγότεροι περαστικοί. Ίσως φταίει η βροχή, ίσως η κρίση, ίσως και τίποτα από τα δύο. Ίσως είναι απλά ένα ήσυχο βράδυ σε μια γειτονιά της Αθήνας.
Η ώρα είναι έντεκα και θέλουμε να προλάβουμε την αλλαγή του χρόνου με τους δικούς μας ανθρώπους.
Η λεωφόρος είναι σχεδόν άδεια. Οι δρόμοι είναι παγωμένοι και η βραδινή υγρασία ποτίζει τα ρούχα. Ανυπομονώ να βρεθώ σπίτι, κρυώνω και έχω ήδη ένα δυνατό πονοκέφαλο. Τα φώτα στα σπίτια λιγοστά, κάποια χρωματιστά λαμπάκια σε δύο-τρία παράθυρα και ένας αδέσποτος σκύλος ψάχνει να βρει ζέστη σε ένα εγκαταλελειμμένο φορτηγό.
Στην στροφή το φανάρι ανάβει κόκκινο. Η παγωνιά θολώνει τα τζάμια κάνοντας την μοναξιά των δρόμων απόκοσμη. Στη γωνία στέκεται και απόψε ένας άντρας πουλώντας χαρτομάντιλα σε ανύπαρκτους πελάτες.
Είναι ο αόρατος "Πακιστανός" (ή από το Μπαγκλαντές, ή από την Ινδία, ποιος ξέρει, ποιος νοιάζεται) των φαναριών. Κάθε μέρα εκεί, στο ίδιο πόστο, με τα ίδια χαρτομάντιλα. Οι δρόμοι άδειοι αλλά αυτός εκεί, στη γωνία. Με το παλιό κασκόλ τυλιγμένο στο κεφάλι, στην αλλαγή ενός χρόνου που παραμένει στάσιμος. Στην αλλαγή μια ζωής που η τύχη έφερε αλλιώς.
Πράσινο και ξεκινάμε.
Περίεργη αλλαγή χρόνου η φετινή. Ήρεμη και άδεια σαν τους βρεγμένους δρόμους. Μια δύσκολη χρονιά φεύγει, μια ίσως δυσκολότερη έρχεται.
Η παραδοσιακή βασιλόπιτα έτοιμη στο τραπέζι. Κόβουμε τα κομμάτια, μοιράζουμε, γελάμε για το ποιος τυχερός θα βρει το φλουρί. Ένα κομμάτι του σπιτιού, ένα του φτωχού, ένα δικό μας.
Σκέφτομαι πάλι τον άντρα με τα χαρτομάντιλα. Αναρωτιέμαι αν θα έχει πουλήσει κάποιο πακέτο, αν θα φύγει ή αν θα παραμείνει εκεί όλο το βράδυ ελπίζοντας στους πρωινούς πελάτες.
Δεν ξέρω γιατί μου έρχεται η εικόνα του στο μυαλό. Στην τελική δεν είναι παρά ένας από τους εκατοντάδες αόρατους "Πακιστανούς" των φαναριών, σε μια χώρα που μετράει καθημερινά νέες πληγές και νέους "αόρατους".
Ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, τυλίγω δύο μεγάλα κομμάτια από τη βασιλόπιτα σε μια χαρτοπετσέτα, ντύνομαι και βγαίνω έξω.
Οι δρόμοι είναι ερημικοί και περπατάω βιαστικά. Στη γωνία του δρόμου ο άντρας είναι ακόμα εκεί. Κρατάει τα χαρτομάντιλα και στέκεται στο φανάρι. Τον πλησιάζω δειλά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ντρέπομαι.
Χωρίς να πω τίποτα του δίνω τα τα κομμάτια της πίτας. Στην αρχή με κοιτάει περίεργα, ανοίγει την χαρτοπετσέτα και χαμογελάει.
Πριν προλάβει να πει κάτι, ψελλίζω κάτι απροσδιόριστο και φεύγω βιαστικά.
Εεε κυρία, ακούω μια φωνή πίσω μου. Έρχεται τρέχοντας και μου βάζει στο χέρι δύο πακέτα χαρτομάντιλα.
Αυτό έχω, μου λέει με σπαστά ελληνικά και ένα πλατύ χαμόγελο, καλή χρονιά κυρία, χρόνια πολλά!
Στέκομαι εκεί με τα χαρτομάντιλα, η βροχή έχει ξαναρχίσει, τα φώτα στα σπίτια λιγοστά.
Αύριο θα ξημερώσει η νέα χρονιά. Οι αόρατοι αυτού του κόσμου θα περιμένουν ακόμα στις γωνίες, και εμείς θα συνεχίσουμε να μετράμε όνειρα κλεμμένα και χρόνια υποταγής.
Ομως απόψε, έστω και για λίγο, δεν ντρέπομαι. Και αυτό μου είναι αρκετό.
franmeg
Η ώρα είναι έντεκα και θέλουμε να προλάβουμε την αλλαγή του χρόνου με τους δικούς μας ανθρώπους.
Η λεωφόρος είναι σχεδόν άδεια. Οι δρόμοι είναι παγωμένοι και η βραδινή υγρασία ποτίζει τα ρούχα. Ανυπομονώ να βρεθώ σπίτι, κρυώνω και έχω ήδη ένα δυνατό πονοκέφαλο. Τα φώτα στα σπίτια λιγοστά, κάποια χρωματιστά λαμπάκια σε δύο-τρία παράθυρα και ένας αδέσποτος σκύλος ψάχνει να βρει ζέστη σε ένα εγκαταλελειμμένο φορτηγό.
Στην στροφή το φανάρι ανάβει κόκκινο. Η παγωνιά θολώνει τα τζάμια κάνοντας την μοναξιά των δρόμων απόκοσμη. Στη γωνία στέκεται και απόψε ένας άντρας πουλώντας χαρτομάντιλα σε ανύπαρκτους πελάτες.
Είναι ο αόρατος "Πακιστανός" (ή από το Μπαγκλαντές, ή από την Ινδία, ποιος ξέρει, ποιος νοιάζεται) των φαναριών. Κάθε μέρα εκεί, στο ίδιο πόστο, με τα ίδια χαρτομάντιλα. Οι δρόμοι άδειοι αλλά αυτός εκεί, στη γωνία. Με το παλιό κασκόλ τυλιγμένο στο κεφάλι, στην αλλαγή ενός χρόνου που παραμένει στάσιμος. Στην αλλαγή μια ζωής που η τύχη έφερε αλλιώς.
Πράσινο και ξεκινάμε.
Περίεργη αλλαγή χρόνου η φετινή. Ήρεμη και άδεια σαν τους βρεγμένους δρόμους. Μια δύσκολη χρονιά φεύγει, μια ίσως δυσκολότερη έρχεται.
Η παραδοσιακή βασιλόπιτα έτοιμη στο τραπέζι. Κόβουμε τα κομμάτια, μοιράζουμε, γελάμε για το ποιος τυχερός θα βρει το φλουρί. Ένα κομμάτι του σπιτιού, ένα του φτωχού, ένα δικό μας.
Σκέφτομαι πάλι τον άντρα με τα χαρτομάντιλα. Αναρωτιέμαι αν θα έχει πουλήσει κάποιο πακέτο, αν θα φύγει ή αν θα παραμείνει εκεί όλο το βράδυ ελπίζοντας στους πρωινούς πελάτες.
Δεν ξέρω γιατί μου έρχεται η εικόνα του στο μυαλό. Στην τελική δεν είναι παρά ένας από τους εκατοντάδες αόρατους "Πακιστανούς" των φαναριών, σε μια χώρα που μετράει καθημερινά νέες πληγές και νέους "αόρατους".
Ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, τυλίγω δύο μεγάλα κομμάτια από τη βασιλόπιτα σε μια χαρτοπετσέτα, ντύνομαι και βγαίνω έξω.
Οι δρόμοι είναι ερημικοί και περπατάω βιαστικά. Στη γωνία του δρόμου ο άντρας είναι ακόμα εκεί. Κρατάει τα χαρτομάντιλα και στέκεται στο φανάρι. Τον πλησιάζω δειλά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ντρέπομαι.
Χωρίς να πω τίποτα του δίνω τα τα κομμάτια της πίτας. Στην αρχή με κοιτάει περίεργα, ανοίγει την χαρτοπετσέτα και χαμογελάει.
Πριν προλάβει να πει κάτι, ψελλίζω κάτι απροσδιόριστο και φεύγω βιαστικά.
Εεε κυρία, ακούω μια φωνή πίσω μου. Έρχεται τρέχοντας και μου βάζει στο χέρι δύο πακέτα χαρτομάντιλα.
Αυτό έχω, μου λέει με σπαστά ελληνικά και ένα πλατύ χαμόγελο, καλή χρονιά κυρία, χρόνια πολλά!
Στέκομαι εκεί με τα χαρτομάντιλα, η βροχή έχει ξαναρχίσει, τα φώτα στα σπίτια λιγοστά.
Αύριο θα ξημερώσει η νέα χρονιά. Οι αόρατοι αυτού του κόσμου θα περιμένουν ακόμα στις γωνίες, και εμείς θα συνεχίσουμε να μετράμε όνειρα κλεμμένα και χρόνια υποταγής.
Ομως απόψε, έστω και για λίγο, δεν ντρέπομαι. Και αυτό μου είναι αρκετό.
franmeg