Νέος χρόνος και παλαιός άνθρωπος
Από μιαν άποψη, την 1η Ιανουαρίου γιορτάζουμε την αιώνια νεότητα του χρόνου. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή ο χρόνος γεννιέται –αἰὼν παῖς ἐστι κατά την ηρακλείτειο ρήση. Ο άνθρωπος μεγαλώνει, οι δυνάμεις του υποχωρούν, οι αντιλήψεις του ξεπερνιούνται, ο πολιτισμός του παλιώνει, ο χρόνος όμως φαντάζει πάντα νέος, πάντα άφθονος και ατίθασος –ένας τόπος που δεν πρόκειται να χαρτογραφηθεί, ένα άτι που δεν πρόκειται να τιθασευτεί.
Όμως ό,τι γεννιέται, πεθαίνει και κατά συνέπεια κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή ο χρόνος είναι γέρος, ετοιμοθάνατος, νεκρός.
Πέρα από την ανθρώπινη ζωή ο χρονικός ορίζοντας φαντάζει απέραντος, απεριχώρητος, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η αιωνιότητα αποτελείται από αμέτρητα τέλη και αρχές που συμβαίνουν ταυτόχρονα. Ή μάλλον τέλη που είναι αρχές και αρχές που είναι τέλη.
Όντας νέος και παλαιός, βρέφος κι ετοιμοθάνατος, ο χρόνος συνοψίζει σε κάθε μικροστιγμή του την οδύνη της ανθρώπινης ύπαρξης: Την γέννηση που φέρνει φυσικά το τέλος, τον θάνατο, τον μηδενισμό, την ανυπαρξία. Η διπλή φύση του χρόνου περιέχει την δυνατότητα και την ματαίωση, που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο – που είναι ο κάθε άνθρωπος.
Με τα αμέτρητα τέλη και τις αρχές του, τις επαναλήψεις και τους κύκλους του, ο χρόνος δεν είναι εν τέλει παρά ένας ακόμα περιορισμός, ένα ακόμα πλαίσιο εντός του οποίου ο άνθρωπος πρέπει να λειτουργήσει. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο που ανά τους αιώνες οι πιο ευαίσθητες ψυχές διψούσαν για αποδέσμευση από τον χρονικό καταναγκασμό, υπέρβαση των περιορισμών του, έξοδο από τον κύκλο του. Είναι λογικό: Μια «αθανασία» εντός χρόνου, δεν είναι παρά μια παράταση, μια επέκταση του βίου –αμέτρητες γεννήσεις και θάνατοι– που κανένα υπαρξιακό πρόβλημα δεν λύνουν.
Τι μας απομένει λοιπόν;
Δύσκολο να πει κανείς. Πρώτα-πρώτα γιατί εμπειρία της ζωής –και βέβαια του θανάτου– δύσκολα αποκτά κανείς. Έπειτα το θέμα αυτό είναι παλιό – αρχαίο όσο κι ο άνθρωπος. Διαφορετικοί πολιτισμοί, διαφορετικοί άνθρωποι το απάντησαν με διαφορετικό τρόπο και σήμερα διατίθεται μια τεράστια ποικιλία απαντήσεων. Αλλά είναι κι αυτό από τα ζητήματα που δεν υπάρχουν λυσάρια· ο καθένας μας πρέπει να το παλέψει μόνος του στον βαθμό που έχει αυτό το πρόβλημα. Γιατί η μηχανική υιοθέτηση μιας απάντησης, το αναμάσημα, δεν έχει νόημα, δηλαδή δεν αναπαύει την συνείδηση. Χρειάζεται βάσανος, ακόμα κι αν καταλήξουμε στην προφανή (για μας) απάντηση.
Ξαναγυρίζουμε συνεπώς πάλι στην πηγή:
Τον εαυτό μας.
fvasileiou