Ο κ.Ισίδωρος
κ.Ισίδωρος ονειρευόταν κάποτε κι αυτός.
Ονειρευόταν την ώρα που γύριζε ο τροχός, την ώρα που πάταγε πετάλι κι έδινε σχήμα με τα χέρια στη ζωή του. Έφτιαχνε λέει πήλινα αγγεία, σαν κι αυτά που βλέπουμε στα μουσεία, ολόιδια τα έφτιαχνε. Κι όπως γύριζε μπροστά του ο πηλός έβγαινε από μέσα του εκείνο το πουλί, το σαν φεγγάρι και έτρεχε μπροστά στα χρόνια, τοτε που πια καθισμένος σε μια ζεστή γωνιά μπροστά σε κάποιο τζάκι, θα απολάμβανε τα χρόνια που ο τροχός και το πετάλι θάχαν σταματήσει. Με τα παιδιά και τα εγγόνια να περνάνε καμιά φορά από το σπίτι, με τη γυναίκα του στο πλάι να του κρατάει το χέρι το δεξί, αυτό που τρέμει.
Τωρα τον βρήκε πρωί πρωί μια κάμερα, κάποιου καναλιού, σε μιά ουρά, σ' ένα γραφείο της ΔΕΗ να προσπαθεί να βγάλει άκρη. Η σύνταξη στα 6 κατοστάρικα, κι ο λογαριασμός 320! Πως θα τα πληρώσει, πρέπει να κάνει πάλι διακανονισμό. Πρέπει να βρεί τα πιο σωστά λόγια να τα πει στην κοπέλα πίσω από το τζάμι. Είναι και κοπέλα που να πάρει, ναταν τουλάχιστον άντρας, θα ντρεπόταν κι αυτός λιγότερο. Αλλά δε γίνεται κι αλλιώς, πρέπει να το πει πρέπει να καταφέρει να του κάνουν το διακανονισμό, γιατί αλλιώς ή θα πεινάσουνε στο σπίτι, δε βγαίνει ο μήνας με 280, πως να βγει... ή θα τους κόψουνε το ρεύμα. Θα γίνει και το δικό του σπίτι ένα από τα 30000 σπίτια το μήνα..., 30000 σπίτια κάθε μήνα χωρίς ρεύμα. Δε γίνεται να γυρίσει σπίτι χωρίς να κάνει διακανονισμό, δε γίνεται με τίποτα.
Ο κ.Ισίδωρος κοντά στα 80 ψάχνει τα λόγια που θα πει, θα παρακαλέσει, θα ταπεινωθεί στην κοπέλα πίσω από το τζάμι. Αυτό σκεφτόταν όλη τη νύχτα. Θα της δείξει το χαρτί που λέει πόσο είναι η σύνταξή του. Θα το ακουμπήσει μπροστά της πάνω στο γκισέ με το δεξί χέρι, αυτό που τρέμει. Αυτό που έβαζε στην τσέπη από ντροπή, μπροστά στην κάμερα, δίπλα στην όμορφη ρεπόρτερ που κρατούσε το μικρόφωνο.
Ο κ.Ισίδωρος κοιτάζει κλεφτά πίσω απ'τις πλάτες στην ουρά σ΄ένα γραφείο της ΔΕΗ, πρωί πρωί Δευτέρα λίγο μετά τις 8. Κοιτάζει κλεφτά λίγο πριν φτάσει μπροστά στο γκισέ. Λιγο πριν πει πως είναι φτωχός, πως δεν έχει, πριν κρύψει πόσο νρέπεται που δεν έχει. Πριν σκύψει το κεφάλι μπροστά στην κοπέλα πίσω από το τζάμι.
Πρέπει οπωσδήποτε να κάνει διακανονισμό...
Κι εκείνο το πουλί, το σαν φεγγάρι, πάει, χάθηκε, πικρό, σκοτεινό, φοβισμένο.