Το παιδί που το έλεγαν Μίσος
Όλα ήταν κανονισμένα από την αρχή. Ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας με τη μοίρα. Με τυλίξανε με μια κουβέρτα που ήταν μούσκεμα απ’ τη βροχή κι απ’ τα κύμματα και όλοι μαζί ανεβήκαμε στη σάπια βάρκα τής προσφυγιάς. Φύγαμε ένα βράδυ, στα κλεφτά, καθώς βροντές από βόμβες ταρακουνούσαν γη και θάλασσα μαζί, ενώ αόρατα αεροπλάνα πετούσαν από επάνω μας και σχίζανε τον ουρανό σε κομμάτια. Αποχαιρετήσαμε τη δική μας Αλεξάνδρεια την ώρα που δεν έμενε τίποτα όρθιο κι όλα γινόντουσαν καπνός και αίμα και στάχτη ξοπίσω μας. Σφίγγαμε το στομάχι για μερόνυχτα ολόκληρα αλλά είχαμε αποφασίσει ότι θα κάναμε υπομονή και πως θα αντέχαμε όλες τις κακουχίες κι ας μη βλέπαμε την ώρα να φιλήσουμε τη γη των ονείρων μας, να αγκαλιάσουμε τη νέα μας πατρίδα, να γίνουμε επιτέλους πολίτες μιας χώρας, με ταυτότητα, με ονοματεπώνυμο. Δεν τα καταφέραμε όλοι. Είδα τη μάνα μου να θαλασσοδέρνεται και να χάνεται στο βυθό και να με κοιτάει ενώ βυθίζεται με εκείνα τα γλυκά της μάτια που ξεχείλιζαν από νερό κι αλάτι, καθώς πνίγονταν μαζί της. Είδα τα αδέρφια μου να ψοφάνε από την πείνα και τα άψυχα κουφάρια τους να γίνονται τα κουπιά της σωτηρίας μας. Ένιωσα όπως το δέντρο που το ξερίζωσε κάποιο αδίστακτο γιγάντιο χέρι. Και που για ρίζες είχε τα σωθικά μου.
Φτάσαμε μετά από εβδομάδες κρύου και θανάτου, όταν μας ξέβρασε η ζωή πάνω σε μια έρημη βραχονησίδα. Ο ήλιος έκαιγε τα ατροφικά τα μαγουλά μας και μερικές ζεστές κάννες κάνανε νόημα για να συνέλθουμε γρήγορα και να κατεβούμε από τη γελοία μας σχεδία. Οι πρώτοι κάτοικοι στη νέα αυτή χώρα ήτανε άνδρες ντυμένοι με ρούχα στρατιωτικά και με κουκούλες που ανεβοκατέβαιναν στα πρόσωπά τους, καθώς φωνάζανε και δίνανε διαταγές. Κι ήταν αξιοπερίεργη η οργή τους εναντίον μας. Λες και μπορούσαμε να διαφύγουμε, λες κι είχαμε δύναμη να δραπετεύσουμε, τη στιγμή που δεν μας είχαν απομείνει κουράγια ούτε για ν’ ανοιγοκλείσουμε τις πεινασμένες μας μασέλες. Μας ρίξανε σε ένα μπουντρούμι σαν τα ψόφια τα σκυλιά, για να μας καταμετρήσουν. Προσπάθησαν να μας πούνε με λέξεις σπαστές ότι είμαστε εγκληματίες και ότι αυτό που κάναμε τιμωρείται από το Νόμο και τη σύγχρονη ελληνική Πολιτεία, ότι δεν γίνεται να μπαίνει εδώ μέσα όποιος γουστάρει, ότι η χώρα αυτή έστησε θεόρατους φράχτες για να μην περνάει κανείς παρά μόνο ο Θεός ο ίδιος, ότι εδώ κάνει κουμάντο ο Δίας ο Ξένιος, και πως θα περιμένουμε να δούμε αν προκαλέσαμε την οργή και το μένος του για όσα κάναμε. Μα δε ζητήσαμε πολλά. Λιγάκι από φαγητό και λιγάκι από ελπίδα.
Τα χρόνια περάσαν κι έμαθα κι εγώ να ψελλίζω λεξούλες ελληνικές. Έμαθα κι εγώ για τον Δία, την Αθηνά και τους υπόλοιπους Ολύμπιους Θεούς, για το μύθο και την πραγματικότητα. Πήγα και σε σχολειό και μ’ άρεσε παρότι δεν καταλάβαινα ακόμα πολλά κι ας με βάζανε πάντα στο τελευταίο το θρανίο, σαν από τιμωρία για το ότι ήμουν διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά. Το πιο περίεργο απ’ όλα όμως ήταν ότι για την κάθε παραμικρή σκανδαλιά ήμουν πάντα ο πρώτος υποψήφιος ένοχος, ακόμα και για πράξεις που είχαν κάνει άλλοι και που τους είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια, δεν ξέρω, λες και οι γραμμές από το μελαμψό το μέτωπό μου σχημάτιζαν τη λέξη εγκληματίας. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που μου τη στήνανε οι καλοί μου οι συμμαθητές λίγο πριν φύγω για το σπίτι και με κάνανε ακόμα πιο μαύρο στο ξύλο και χαράσανε πάνω στην πλάτη μου συνθήματα για την Ελλάδα και με φτύνανε και μου λέγανε ότι είναι οι αρχηγοί εκείνοι και πως πρέπει να υπακούω και να μη βγάζω τσιμουδιά. Ακόμα κι όταν πήγαινα να παίξω μόνος μου με παίρνανε από πίσω και βγάζανε σουγιάδες και μου έλεγαν ότι αν η μπάλα περάσει τη γραμμή τους θα μου κόψουν το κεφάλι και θα το κάνουν μπάλα, αλλά και τότε, τα απογεύματα, που ερχόντουσαν κάτω από το δωμάτιό μου και μου καίγανε το παράθυρο για να τρομάξω. Φόβος και ιδρώτας και φωτιά.
Παρόλα αυτά, την αγάπησα τη χώρα ετούτη. Σε βάθμο τέτοιο που αρίστευσα στα μαθήματά της. Και θέλησα να σηκώσω ψηλά τη σημαία της, να δείξω ότι πατρίδα είναι η αγάπη και ότι δεν έχει σημασία που δεν γεννήθηκα εδώ και που οι δικοί μου δεν μιλάγανε τα ελληνικά, ότι δεν παίζει κανένα ρόλο το χρώμα του δέρματός μου, αλλά κανένας δεν με άκουγε, ούτε μικρός ούτε μεγάλος και είπανε ότι για να μην καταντήσουν οι Έλληνες σαν τους Ινδιάνους πρέπει να μαζέψουν εμένα και όλους τους υπόλοιπους μετανάστες και να μας κάψουν στην πυρά για να ξεβρωμίσει επιτέλους αυτός ο τόπος από τα παράσιτα του πλανήτη. Μα εγώ επέμενα κι απαντούσα με τα λόγια τα δικά τους, αυτά που με διδάξανε, είπα για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία και την Ισότητα αλλά εκείνοι με αρνήθηκαν και βροντοφώναξαν ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει την ισότητα για τους αλλοδαπούς παρά μόνο για τους Έλληνες. Για εκείνους δηλαδή που έχουν την ελληνική την ιθαγένεια, όχι τους ιθαγενείς σκέτο. Και μου στέρησαν ακόμα και αυτήν την ελάχιστη τελευταία πιθανότητά μου να σταματήσω πια να είμαι πρόσφυγας, να σβήσω επιτέλους τα όρια και τα σύνορα από το χάρτη. Να νιώσω κάτοικος του κόσμου όλου.
Ένα πρωί άκουσα ποδοβολητά. Ήρθανε να συλλάβουν τον πατέρα μου γιατί του λήξαν τα χαρτιά και ο νόμος άλλαξε και δεν έχουμε δικαίωμα πλέον να αναπνέουμε αέρα ελληνικό. Έτρεξα και κρύφτηκα μέσα σ’ έναν κάδο, γεμάτο σκουπίδια από ευρωπαϊκά προϊόντα και με ποντίκια, μέχρι να φύγουν τα γατόνια της αστυνομίας. Δεν τους έκοψε ότι τα σκουπίδια, ακόμα και τα ανθρωπόμορφα, βρίσκονται σε κάδους κι έτσι τη γλύτωσα για λίγο μέχρι που λιποθύμησα από την πολλή την μπόχα. Όταν ξύπνησα και σιγουρεύτηκα πως είχαν φύγει όλοι και ότι δεν μου ‘χε μείνει πια ούτε μάνα ούτε πατέρας ούτε αδελφός άρχισα να ντύνω το κορμί μου με στολίδια. Ζώστηκα από την κορυφή μέχρι τα νύχια και έδεσα σφιχτά κάθε αλυσίδα γύρω από το λαιμό, τα πλευρά, τα γόνατά μου. Στάθηκα στο κέντρο της πλατείας, σαν ένα δέντρο όμορφο, στολισμένο με καλώδια και διακόπτες. Διάφοροι περαστικοί σταμάτησαν απορημένοι κι έμειναν να με κοιτάζουν με βλέμματα σφιχτά, τρομαγμένα. Μερικοί βάλανε τις φωνές και άλλοι τρέξαν όσο μακρύτερα μπορούσαν. Κάποιες μανάδες με παρακαλούσαν με φωνή πνιχτή λέγοντας “όχι, παιδί μου, μην το κάνεις αυτό, σε αγαπάμε σαν δικό μας παιδί”. Μέτρησα αντίστροφα και είδα τη ζωή μου όλη μέσα σ’ αυτά τα τελευταία δευτερόλεπτα. Είδα τα χρόνια του μίσους. Είδα τον ήλιο των ανθρώπων. Κι έγινα έκρηξη. Έγινα ήλιος κι εγώ. Για να δακρύζουν οι άνθρωποι.
Κάθε φορά που θα με κοιτάνε.
Τα Κακώς Κείμενα.