Οι Άθλιοι: το μιούζικαλ
Της Άννας Χατζησοφιά
Μία από τις ιστορίες με τις οποίες μεγαλώσαμε όλοι, όσοι τέλος πάντων είμαστε άνω των σαράντα, είναι οι Άθλιοι. Είτε την μάθαμε από τη συνοπτική προσέγγιση για παιδιά, των Κλασσικών Εικονογραφημένων, είτε από το σινεμά, σ΄ ένα από τα (άπειρα) remakes, είτε, όσοι είχαμε την υπομονή, από το τρίτομο (αριστούργημα για μένα, που είμαι και μελό τύπος) μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ. Όπως και να χει, όλοι μας ξέραμε την ηρωική και πένθιμη ιστορία του Γιάννη Αγιάννη που έμεινε είκοσι χρόνια στα κάτεργα γιατί έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί. Την θλιβερή μοίρα της Φαντίνας που κατάντησε πόρνη, όταν απολύθηκε από το κλωστοϋφαντουργείο και που πούλησε τα μαλλιά και τα δόντια της για να στείλει χρήματα στους Φερναδιέρους, που μεγάλωναν το κοριτσάκι της. Τον αγνό έρωτα της Τιτίκας για τον επαναστάτη Μάριο, που ο συγγραφέας παρομοίαζε με τον ασπασμό των αγγέλων προς τα αστέρια. Και φυσικά την αρχετυπική μορφή του αστυνόμου Ιαβέρη, άτεγκου υπηρέτη του νόμου και ακοίμητου διώκτη του Γιάννη Αγιάννη, που αυτοκτόνησε όταν ο τελευταίος του χάρισε την ζωή. Ο δικός μου αγαπημένος ήρωας ήταν ο Γαβριάς, το χαμίνι, με το κασκέτο και το τσιγάρο, που μάζευε τις σφαίρες. Αυτό που με εντυπωσίαζε πιο πολύ απ΄ όλα ήταν το τραγούδι του
«Είμαι νιος δεν είμαι γέρος, γι΄ αυτό φταίει ο Βολταίρος
κι αν στο χώμα κυλιστώ, γι΄ αυτό φταίει ο Ρουσσώ»
Ήμουν δεκατριών χρονών όταν το διάβασα και έκλαψα με μαύρο δάκρυ όταν έφτασα στην σελίδα που σκοτώθηκε.
Παρ΄ ότι η οικογένειά μου τα έβγαζε πέρα με τις κακές, παρ΄ ότι η Ελλάδα δεν ήταν τότε το Αλλού Φαν Παρκ της περασμένης δεκαετίας και η ανεργία ήταν μέσα στην καθημερινότητα μας, εξ ου και την τραγουδούσε ο Νταλάρας, νόμιζα ότι οι ιστορίες των Αθλίων συνέβαιναν μόνον εις Παρισίους του 19ου αιώνα.
Τον τελευταίο μήνα, λόγω προβών, γυρνούσα καθημερινά στο πιο κέντρο δεν γίνεται, σταθμός Μοναστηράκι, οδός Κολοκοτρώνη, μέχρι Ρόμβης φανταστείτε. Την ημέρα μια πανδαισία - ειδικά αν έχει ήλιο, και διασχίζεις την πλατεία Αγίας Ειρήνης, ξεχνάς ότι ζεις στον καιρό του Μνημονίου με τιμές φθηνού πορνείου, που λέει κι ο Κραουνάκης. Σε πιάνει μια ανάταση, ένα θα ζήσουμε θείε Βάνια. Αλλά κάποια στιγμή έρχεται η νύχτα. Και τότε κάθε εσοχή, κάθε γωνιά, κάθε είσοδος πολυκατοικίας, μετατρέπεται σε κέντρο υποδοχής αστέγων. Ένας-ένας, δυο-δυο, καμιά φορά και ολόκληρες οικογένειες κουρνιάζουν προσπαθώντας να προστατευθούν από την σκληρό χειμώνα (και δεν εννοώ την θερμοκρασία) του 2013.
Το down town των Αθηνών περνάει στην σήραγγα του χρόνου και προσεγγίζει το μυθιστορηματικό Παρίσι. Το θέαμα των ανθρώπων που ψάχνουν τους κάδους, πυκνώνει το βράδυ. Το σκοτάδι απελευθερώνει από το αίσθημα της ντροπής, αίσθημα που φροντίζει η εκπαίδευση μιας ζωής να το αποκτήσεις. Μια εκπαίδευση (και δεν εννοώ μόνο του σχολείου, αλλά και της οικογένειας) που ταυτίζει την επιτυχία με την οικονομική ευμάρεια και την ανεργία με την προσωπική αποτυχία. Και όσο και αν ξέρεις ότι δεν είναι δική σου η ευθύνη της κατρακύλας, δεν ξεριζώνεται εύκολα η ενοχή και το αίσθημα της απόρριψης.
Τη νύχτα αν τριγυρίσεις στα στενά του κέντρου θα συναντήσεις την Φαντίνα, δεν έχει καμία σημασία αν είναι μαύρη ή Ελληνίδα.
Όμως η κρίση έχει ζορίσει τόσο πολύ που η ντροπή δεν έχει πια καμία θέση, και έτσι η ανέχεια βγαίνει έξω στο φως της μέρας. Στήνεται στις ουρές για μια σακούλα πορτοκάλια εκεί στην πλατεία Βάθης, στο ύψος που συμβάλλει η Λιοσίων με την Βίκτωρος Ουγκώ, και υψώνει με αγωνία τα χέρια.
Η φωτογραφία που αποτυπώνει τους σημερινούς «Άθλιους» κάνει το γύρο του κόσμου. Την άλλη μέρα οι Ιαβέρηδες του σήμερα, επαγγελματίες παπαγάλοι και επαγγελματίες πολιτικοί, εγκαλούν τον Γιάννη Αγιάννη για έλλειψη αξιοπρέπειας. Πού πήγε «το πτωχός πλην τίμιος» που χαρακτήριζε τον Έλληνα, αναρωτιούνται και θρηνούν για την εικόνα της χώρας. Όχι για την χώρα, για την εικόνα της. Πολύ ευχαρίστως, αν μπορούσαν να κλείσουν στα κάτεργα αυτά τα χέρια, για να βελτιώσουν την «εικόνα» θα το έπρατταν ανερυθρίαστα. Μάλλον όμως προσβάλλω τον Ιαβέρη χαρακτηρίζοντάς τους με το όνομά του. Οι σύγχρονοι ταγοί του νόμου της άρχουσας τάξης δεν θα πηδούσαν ποτέ από ντροπή και τύψεις στον Σηκουάνα αν ο Γιάννης Αγιάννης τους χάριζε την ζωή. Αφού έκοβε τα σχοινιά και τους ελευθέρωνε θα τον έσπρωχναν στο ποτάμι.
Δεν είναι όμως μόνο το κέντρο που γεμίζει από τους Άθλιους του σήμερα. Την Δευτέρα είχα την φαεινή να πάω στην Κηφισιά, για να δώσω αφίσες της παράστασης στα καταστήματα, να βάλουν στην βιτρίνα τους. Πάρκαρα λοιπόν στην Αλωνίων, και κατηφόρισα την Κασσαβέτη, τον κεντρικό εμπορικό δρόμο, μέχρι την Κυριαζή. Ένα τετράγωνο στην ουσία. Τα δύο στα τρία μαγαζιά είχαν βάλει λουκέτο. Μπήκα σε ένα, που συνήθιζα να ψωνίζω στο παρελθόν. Το βρήκα στα πρόθυρα κλεισίματος, παρ΄ ότι ανέκαθεν είχε λογικές τιμές, πόσο μάλλον τώρα. Ντράπηκα κι αγόρασα μια μπλούζα. Φυσικά δεν έδωσα αφίσες. Σκέφτηκα λοιπόν, ήρθα που ήρθα, ας μπω στο σούπερ μάρκετ. Έξω από την πόρτα, μία κυρία γύρω στα πενηντακάτι, καλοβαλμένη, μου είπε κάτι χαμηλόφωνα. Νόμιζα ζητούσε πληροφορίες. «Τι είπατε», την ρώτησα γιατί είμαι και περήφανη στα αυτιά. «Είμαι άνεργη», αποκρίθηκε εξ ίσου σιγανά.
Δεν χρειάζεται να πάτε σινεμά. Το μιούζικαλ Οι Άθλιοι παίζεται εδώ και λίγα χρόνια in a theater near you.