Λίγη ψυχή μωρέ…
“ Καιρός να γίνουμε αυτοί που ονειρευτήκαμε και όχι οι «άλλοι». Δεν ονειρευόμαστε πια ούτε και το ζητάμε. Το απαιτούμε. ”
Του Κώστα Καπνίση
Του Κώστα Καπνίση
Οι Κυριακές δεν προσφέρονται κατά το «έθιμο» των Νεοελλήνων μόνο
για βόλτες στις ταβέρνες και στα καφέ της παραλιακής. Προσφέρονται και
για ανάγνωση βιβλίων ή και άκουσμα πραγματικά σπουδαίων ραδιοφωνικών
εκπομπών. Ναι, τις Κυριακές ακούμε πραγματικά όμορφες εκπομπές που έχουν
κάτι να μας πουν. Μια τέτοια έτυχε να ακούσουμε την Κυριακή το
μεσημέρι. Μη ρωτάτε γιατί αν είναι τόσο καλή εκπομπή και ποιοτική και
έχει κάτι να μας διδάξει παίζει σε μια τέτοια ζώνη που σχεδόν κανείς δε
θα την ακούσει. Γνωστοί οι λόγοι. Αυτή τη χώρα φτιάξαμε.
Οι δεκαετίες του 1990 και 2000 έφτιαξαν την κοινωνία της αποβλάκωσης μέσω του τηλεοπτικού δέκτη. Πολλά ζητούν μερικοί από αυτόν τον λαό σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνά. Του ζητάμε να αντιδράσει. Να εξεγερθεί. Να ορθώσει το ανάστημά του. Μάλιστα. Δε θα διαφωνήσουμε. Να το κάνει. Έστω και τώρα να το κάνει. Πως όμως; Με ποιο ιδεολογικό υπόβαθρο; Με ποια συνείδηση; Με ποια συγκρότηση; Με ποια ψυχή; Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Ότι «ποτίζεις» τον λαό αυτό θα πάρεις ως καρπό. Είναι όμορφες οι Κυριακές ναι. Πάντα ήταν. Για αυτούς που ήξεραν πώς να ζήσουν. Δεν εννοούμε να «καλοζήσουν». Να ζήσουν. Δε χρειάζονται τα πολλά λεφτά για να ζήσεις. Αγάπη χρειάζεται. Αγάπη για τη ζωή και για τον διπλανό μας. Αυτό χρειάζεται. Οι εποχές βέβαια αλλάζουν. Ναι αλλάζουν. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι πρόοδος και εξέλιξη είναι μια κοινωνία των «μαζάνθρωπων» και των ανδράποδων. Οι εποχές αλλάζουν. Ναι αλλάζουν. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να εξαφανίζεται το ήθος, οι αξίες, οι αρχές, η συντροφικότητα. Οι εποχές αλλάζουν. Ναι αλλάζουν. Η κοινωνίες όμως πρέπει να προχωρούν μπροστά και να μην επαναλαμβάνουν λάθη του παρελθόντος. Να γίνονται ανοικτές και όχι κλειστές στο καβούκι του συντηρητισμού. Οι εποχές αλλάζουν. Ναι αλλάζουν και βαδίζουν στις μέρες μας προς το χειρότερο. Στον στείρο ατομικισμό. Για να το πούμε και νεοελληνικά στον «παρτακισμό».
Το να είναι κάποιος «παρτάκιας» δε σημαίνει μόνο ότι κυνηγά το χρήμα. Κυνηγά και το να επιβάλλει τις απόψεις και τα «θέλω» των άλλων. Απόψεις που του έχουν επιβληθεί και του ίδιου. Απόψεις που ο ίδιος δεν έχει επεξεργαστεί καν στο στενό μυαλουδάκι του. Όχι γιατί δε μπορεί να σκεφτεί. Τουναντίον. Δε θέλει να σκεφτεί. Είναι προφανώς το τίμημα του να ανήκει σε ένα υποσύνολο, σε μια κοινωνική ομάδα με ότι αυτό συνεπάγεται. Αυτή η αγελαία αίσθηση της «ομάδας» βέβαια είναι ότι χειρότερο. Αυτή η «ομάδα» δεν ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Ποτέ δεν ενδιαφερόταν. Το καλό της δικής της «ομάδας» σκεφτόταν και σκέφτεται. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι ούτε καν όλα τα μέλη της «ομάδας» απολαμβάνουν τα όποια «οφέλη». Αυτά πάντα λίγοι τα καρπώνονται. Οι ομαδάρχες και οι κλίκες. Οι υπόλοιποι ήταν και είναι απλοί χειροκροτητές. Κι όμως πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η κοινωνία μας; Οι κοινωνίες δεν προχωρούν με το «αν». Δεν «χτίζονται» με υποθέσεις αλλά με επιλογές και πράξεις. Πόσο λίγες όμως είναι οι επιλογές στις μέρες μας. Τραγικά λίγες. Ελάχιστες. Ίσως και μια. Αλήθεια πόσο προβάλλονται στις μέρες μας αυτοί που μας έκαναν περήφανους ως Έλληνες;
Πόσο προβάλλεται ο Ελύτης, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Λειβαδίτης, ο Καζαντζάκης, η Μελίνα, ο Μάνος, ο Μίκης, ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, ο Ξαρχάκος; Πόσο προβάλλεται ο Άρης, ο Πουλαντζάς, ο Παναγούλης, ο Μουστακλής και τόσοι άλλοι; Πόσοι Έλληνες γνωρίζουν αλήθεια τη ζωή και το έργο τους; Υπάρχουν αλήθεια δικαιολογίες ειδικά σήμερα; Καμιά. Όλα είναι θέμα επιλογών και εμείς διαλέξαμε να τους αφήσουμε όλους αυτούς εκτός των δικών μας επιλογών. Απλά μνημόσυνα κάνουμε. Τους αναφέρουμε που και που ή κάνουμε και βραδιές αφιερώματα έτσι για να παλέψουμε εσωτερικά με τις δικές μας Ερινύες. Τις δικές μας τύψεις για τα εγκλήματά μας. Ναι, εγκλήματα. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Αφήσαμε την κοινωνία της γνώσης έρμαιο στην κοινωνία της πληροφορίας και της παραπληροφόρησης. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε βάρβαροι μπροστά στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και της απανθρωπιάς. Γίναμε η χειρότερη και εντελώς αντίθετη εκδοχή από αυτό που ονειρευτήκαμε. Γίναμε εφιάλτες για την ίδια μας τη συνείδηση. Ξεχάσαμε το ποιοι ήμασταν ή τουλάχιστον το ποιοι θα οφείλαμε να είμαστε. Μεγάλο το κακό και ίσως αποδειχθεί και ανεπανόρθωτο. Ξεχάσαμε να παίζουμε στις γειτονιές μπάλα, κλεφτοπόλεμο και κρυφτό. Ξεχάσαμε ότι πραγματική διασκέδαση είναι να είμαστε με τους φίλους μας και να περνάνε καλά όπου και αν βρισκόμαστε αρκεί να είμαστε μαζί.
Ξεχάσαμε να φλερτάρουμε. Ξεχάσαμε να είμαστε άνθρωποι. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε αυτοί που πάντα βρίζαμε. Γίναμε «καθώς πρέπει». Γίναμε υποχείρια και θύματα της ίδιας μας της απληστίας. Του ακόρεστου κυνηγητού της ματαιοδοξίας μας. Γίναμε οι «άρχοντες» της παραλιακής και του «λουλουδοπόλεμου». Γίναμε οι «μάγκες» των πληκτρολογίων και όχι του Βοτανικού. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε αυτοί που δε θέλαμε ποτέ να γίνουν τα παιδιά του κόσμου. Γίναμε «παντογνώστες». Εξευτελίσαμε την ίδια την ανθρώπινη ζωή μπροστά στο βωμό του κέρδους. Μικρού και μεγάλου. Γίναμε αυτοί που νομίζαμε ότι ποτέ δε θα γινόμασταν. Γίναμε αυτό που σιχαινόμασταν και είμαστε ευχαριστημένοι. Γίναμε αυτό που μας είπαν να γίνουμε και το δεχτήκαμε. Συνηθίσαμε. Αλλοτριωθήκαμε. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε αυτό το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Βάλαμε και κάποιους τέτοιους απίθανους οπαδούς αυτής της θεώρησης των πραγμάτων να μας κυβερνούν. Και σήμερα τους βρίζουμε. Γιατί; Γιατί αυτοί θα πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από εμάς; Περιμέναμε να είναι άλλοι; Είναι όμορφη η ζωή. Ναι, είναι αρκεί να ξέρουμε να τη ζήσουμε. Αρκεί να είμαστε Άνθρωποι. Αρκεί να ζούμε στο φως και όχι στο σκοτάδι. Όλα είναι θέμα επιλογών.
Σε αυτή τη ζωή επιλέγουμε με ποιο στρατόπεδο θα είμαστε. Αν θέλουμε να ζήσουμε στο σκοτάδι τότε θα οδηγούμαστε πάντα από ανθρώπους που ξέρουν το σκοτάδι και τους μαύρους κανόνες του. Αν θέλουμε να ζήσουμε στο φως τότε θα πρέπει να ακολουθήσουμε αυτούς που μας δείχνουν που είναι το φως και πόσο πραγματικά ωραίο είναι να ζεις στο φως. Το φως δεν είναι κάποια όμορφα συννεφάκια στον ουρανό. Είναι τα σωστά πρότυπα που φρόντισαν να μεταδώσουν κάποιοι άνθρωποι που πέρασαν από αυτή τη σύντομη ζωή. Κάτι μας είπαν. Μας δίδαξαν πως είναι να ζεις με αρχές, ήθος, αξιοπρέπεια, αγάπη και αλήθεια. Είναι όλοι αυτοί που δεν ακούσαμε. Η κοινωνία μας δεν πρέπει να είναι ούτε κοινωνία αγγέλων ούτε και κοινωνία διαβόλων. Πρέπει να είναι κοινωνία ανθρώπων. Μια Κυριακή πρέπει να κάνουμε τη ζωή μας αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι. Μια Κυριακή σαν αυτές που ονειρευτήκαμε στα παιδικά μας χρόνια. Μια Κυριακή που πια δεν πρέπει να ονειρευόμαστε. Μεγαλώσαμε πια. Είναι ώρα για πράξεις και για αποφάσεις ζωής.
Λίγη ψυχή χρειάζεται και θα το καταφέρουμε. Καιρός να γίνουμε αυτοί που ονειρευτήκαμε και όχι οι «άλλοι». Δεν ονειρευόμαστε πια ούτε και το ζητάμε. Το απαιτούμε. Μας ανήκει και θα το πάρουμε. Ναι, δεν έχουμε ψευδαισθήσεις και δεν πιστεύουμε πως όλοι έχουν τα δικά μας όνειρα. Κάπου εκεί έξω υπάρχει και το τέρας αλλά και τα τερατάκια του και θα παλέψουν για να εξακολουθήσουν να μας στερούν το όνειρο. Δεν είναι ευδιάκριτα όλα αυτά στις μέρες μας αλλά δεν έχουμε την απαίτηση να έρθουν μαζί μας. Ξέρουμε ότι πρέπει να δώσουμε μάχη και θα τη δώσουμε. Λίγη ψυχή χρειάζεται μωρέ. Για όσους δεν είναι μαζί μας αλλά βολεύονται με το να υπάρχει το τέρας και τα τερατάκια του έστω και αν φαίνεται να «φωνάζουν» και να «διαμαρτύρονται» υπενθυμίζουμε για προβληματισμό τα παρακάτω λόγια του Albert Camus: «Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει…»
periodista
Οι δεκαετίες του 1990 και 2000 έφτιαξαν την κοινωνία της αποβλάκωσης μέσω του τηλεοπτικού δέκτη. Πολλά ζητούν μερικοί από αυτόν τον λαό σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνά. Του ζητάμε να αντιδράσει. Να εξεγερθεί. Να ορθώσει το ανάστημά του. Μάλιστα. Δε θα διαφωνήσουμε. Να το κάνει. Έστω και τώρα να το κάνει. Πως όμως; Με ποιο ιδεολογικό υπόβαθρο; Με ποια συνείδηση; Με ποια συγκρότηση; Με ποια ψυχή; Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Ότι «ποτίζεις» τον λαό αυτό θα πάρεις ως καρπό. Είναι όμορφες οι Κυριακές ναι. Πάντα ήταν. Για αυτούς που ήξεραν πώς να ζήσουν. Δεν εννοούμε να «καλοζήσουν». Να ζήσουν. Δε χρειάζονται τα πολλά λεφτά για να ζήσεις. Αγάπη χρειάζεται. Αγάπη για τη ζωή και για τον διπλανό μας. Αυτό χρειάζεται. Οι εποχές βέβαια αλλάζουν. Ναι αλλάζουν. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι πρόοδος και εξέλιξη είναι μια κοινωνία των «μαζάνθρωπων» και των ανδράποδων. Οι εποχές αλλάζουν. Ναι αλλάζουν. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να εξαφανίζεται το ήθος, οι αξίες, οι αρχές, η συντροφικότητα. Οι εποχές αλλάζουν. Ναι αλλάζουν. Η κοινωνίες όμως πρέπει να προχωρούν μπροστά και να μην επαναλαμβάνουν λάθη του παρελθόντος. Να γίνονται ανοικτές και όχι κλειστές στο καβούκι του συντηρητισμού. Οι εποχές αλλάζουν. Ναι αλλάζουν και βαδίζουν στις μέρες μας προς το χειρότερο. Στον στείρο ατομικισμό. Για να το πούμε και νεοελληνικά στον «παρτακισμό».
Το να είναι κάποιος «παρτάκιας» δε σημαίνει μόνο ότι κυνηγά το χρήμα. Κυνηγά και το να επιβάλλει τις απόψεις και τα «θέλω» των άλλων. Απόψεις που του έχουν επιβληθεί και του ίδιου. Απόψεις που ο ίδιος δεν έχει επεξεργαστεί καν στο στενό μυαλουδάκι του. Όχι γιατί δε μπορεί να σκεφτεί. Τουναντίον. Δε θέλει να σκεφτεί. Είναι προφανώς το τίμημα του να ανήκει σε ένα υποσύνολο, σε μια κοινωνική ομάδα με ότι αυτό συνεπάγεται. Αυτή η αγελαία αίσθηση της «ομάδας» βέβαια είναι ότι χειρότερο. Αυτή η «ομάδα» δεν ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Ποτέ δεν ενδιαφερόταν. Το καλό της δικής της «ομάδας» σκεφτόταν και σκέφτεται. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι ούτε καν όλα τα μέλη της «ομάδας» απολαμβάνουν τα όποια «οφέλη». Αυτά πάντα λίγοι τα καρπώνονται. Οι ομαδάρχες και οι κλίκες. Οι υπόλοιποι ήταν και είναι απλοί χειροκροτητές. Κι όμως πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η κοινωνία μας; Οι κοινωνίες δεν προχωρούν με το «αν». Δεν «χτίζονται» με υποθέσεις αλλά με επιλογές και πράξεις. Πόσο λίγες όμως είναι οι επιλογές στις μέρες μας. Τραγικά λίγες. Ελάχιστες. Ίσως και μια. Αλήθεια πόσο προβάλλονται στις μέρες μας αυτοί που μας έκαναν περήφανους ως Έλληνες;
Πόσο προβάλλεται ο Ελύτης, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Λειβαδίτης, ο Καζαντζάκης, η Μελίνα, ο Μάνος, ο Μίκης, ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, ο Ξαρχάκος; Πόσο προβάλλεται ο Άρης, ο Πουλαντζάς, ο Παναγούλης, ο Μουστακλής και τόσοι άλλοι; Πόσοι Έλληνες γνωρίζουν αλήθεια τη ζωή και το έργο τους; Υπάρχουν αλήθεια δικαιολογίες ειδικά σήμερα; Καμιά. Όλα είναι θέμα επιλογών και εμείς διαλέξαμε να τους αφήσουμε όλους αυτούς εκτός των δικών μας επιλογών. Απλά μνημόσυνα κάνουμε. Τους αναφέρουμε που και που ή κάνουμε και βραδιές αφιερώματα έτσι για να παλέψουμε εσωτερικά με τις δικές μας Ερινύες. Τις δικές μας τύψεις για τα εγκλήματά μας. Ναι, εγκλήματα. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Αφήσαμε την κοινωνία της γνώσης έρμαιο στην κοινωνία της πληροφορίας και της παραπληροφόρησης. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε βάρβαροι μπροστά στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και της απανθρωπιάς. Γίναμε η χειρότερη και εντελώς αντίθετη εκδοχή από αυτό που ονειρευτήκαμε. Γίναμε εφιάλτες για την ίδια μας τη συνείδηση. Ξεχάσαμε το ποιοι ήμασταν ή τουλάχιστον το ποιοι θα οφείλαμε να είμαστε. Μεγάλο το κακό και ίσως αποδειχθεί και ανεπανόρθωτο. Ξεχάσαμε να παίζουμε στις γειτονιές μπάλα, κλεφτοπόλεμο και κρυφτό. Ξεχάσαμε ότι πραγματική διασκέδαση είναι να είμαστε με τους φίλους μας και να περνάνε καλά όπου και αν βρισκόμαστε αρκεί να είμαστε μαζί.
Ξεχάσαμε να φλερτάρουμε. Ξεχάσαμε να είμαστε άνθρωποι. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε αυτοί που πάντα βρίζαμε. Γίναμε «καθώς πρέπει». Γίναμε υποχείρια και θύματα της ίδιας μας της απληστίας. Του ακόρεστου κυνηγητού της ματαιοδοξίας μας. Γίναμε οι «άρχοντες» της παραλιακής και του «λουλουδοπόλεμου». Γίναμε οι «μάγκες» των πληκτρολογίων και όχι του Βοτανικού. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε αυτοί που δε θέλαμε ποτέ να γίνουν τα παιδιά του κόσμου. Γίναμε «παντογνώστες». Εξευτελίσαμε την ίδια την ανθρώπινη ζωή μπροστά στο βωμό του κέρδους. Μικρού και μεγάλου. Γίναμε αυτοί που νομίζαμε ότι ποτέ δε θα γινόμασταν. Γίναμε αυτό που σιχαινόμασταν και είμαστε ευχαριστημένοι. Γίναμε αυτό που μας είπαν να γίνουμε και το δεχτήκαμε. Συνηθίσαμε. Αλλοτριωθήκαμε. Γίναμε «άλλοι». Γίναμε αυτό το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Βάλαμε και κάποιους τέτοιους απίθανους οπαδούς αυτής της θεώρησης των πραγμάτων να μας κυβερνούν. Και σήμερα τους βρίζουμε. Γιατί; Γιατί αυτοί θα πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από εμάς; Περιμέναμε να είναι άλλοι; Είναι όμορφη η ζωή. Ναι, είναι αρκεί να ξέρουμε να τη ζήσουμε. Αρκεί να είμαστε Άνθρωποι. Αρκεί να ζούμε στο φως και όχι στο σκοτάδι. Όλα είναι θέμα επιλογών.
Σε αυτή τη ζωή επιλέγουμε με ποιο στρατόπεδο θα είμαστε. Αν θέλουμε να ζήσουμε στο σκοτάδι τότε θα οδηγούμαστε πάντα από ανθρώπους που ξέρουν το σκοτάδι και τους μαύρους κανόνες του. Αν θέλουμε να ζήσουμε στο φως τότε θα πρέπει να ακολουθήσουμε αυτούς που μας δείχνουν που είναι το φως και πόσο πραγματικά ωραίο είναι να ζεις στο φως. Το φως δεν είναι κάποια όμορφα συννεφάκια στον ουρανό. Είναι τα σωστά πρότυπα που φρόντισαν να μεταδώσουν κάποιοι άνθρωποι που πέρασαν από αυτή τη σύντομη ζωή. Κάτι μας είπαν. Μας δίδαξαν πως είναι να ζεις με αρχές, ήθος, αξιοπρέπεια, αγάπη και αλήθεια. Είναι όλοι αυτοί που δεν ακούσαμε. Η κοινωνία μας δεν πρέπει να είναι ούτε κοινωνία αγγέλων ούτε και κοινωνία διαβόλων. Πρέπει να είναι κοινωνία ανθρώπων. Μια Κυριακή πρέπει να κάνουμε τη ζωή μας αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι. Μια Κυριακή σαν αυτές που ονειρευτήκαμε στα παιδικά μας χρόνια. Μια Κυριακή που πια δεν πρέπει να ονειρευόμαστε. Μεγαλώσαμε πια. Είναι ώρα για πράξεις και για αποφάσεις ζωής.
Λίγη ψυχή χρειάζεται και θα το καταφέρουμε. Καιρός να γίνουμε αυτοί που ονειρευτήκαμε και όχι οι «άλλοι». Δεν ονειρευόμαστε πια ούτε και το ζητάμε. Το απαιτούμε. Μας ανήκει και θα το πάρουμε. Ναι, δεν έχουμε ψευδαισθήσεις και δεν πιστεύουμε πως όλοι έχουν τα δικά μας όνειρα. Κάπου εκεί έξω υπάρχει και το τέρας αλλά και τα τερατάκια του και θα παλέψουν για να εξακολουθήσουν να μας στερούν το όνειρο. Δεν είναι ευδιάκριτα όλα αυτά στις μέρες μας αλλά δεν έχουμε την απαίτηση να έρθουν μαζί μας. Ξέρουμε ότι πρέπει να δώσουμε μάχη και θα τη δώσουμε. Λίγη ψυχή χρειάζεται μωρέ. Για όσους δεν είναι μαζί μας αλλά βολεύονται με το να υπάρχει το τέρας και τα τερατάκια του έστω και αν φαίνεται να «φωνάζουν» και να «διαμαρτύρονται» υπενθυμίζουμε για προβληματισμό τα παρακάτω λόγια του Albert Camus: «Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει…»
periodista