ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΑΣ
Το
χρηματοπιστωτικό σύστημα της δύσης κινδυνεύει να εκραγεί, παρασύροντας
τα πάντα μαζί του. Τη ίδια στιγμή στην Ελλάδα, μετά από τρία χρόνια
εξαντλητικής λιτότητας, η μεσαία τάξη έχει σχεδόν εξαθλιωθεί, ενώ η
κοινωνία καταρρέει – περισσότερο πολιτιστικά, παρά οικονομικά. Η
κατάσταση είναι πλέον πολύ δύσκολα ανατρέψιμη, παρά τη γαλήνη που
επικρατεί στις αγορές ομολόγων.
*************************************
Κατά την άποψη μας, ο πλέον αδύναμος κρίκος του συστήματος σήμερα είναι οι τράπεζες
- τόσο οι ευρωπαϊκές, όσο και οι αμερικανικές ή οι ελληνικές. Οι
ενέργειες διάσωσης τους από τα κράτη, με βάση τις οποίες τα τεράστια
λάθη των τραπεζών επιβάρυναν τους προϋπολογισμούς και αύξησαν τα δημόσια
χρέη, αφενός μεν κόστισαν πολύ μεγάλα ποσά στους φορολογουμένους, αφετέρου δεν έλυσαν σε καμία περίπτωση το πρόβλημα – με αποτέλεσμα να έχει μείνει σχεδόν ανέπαφη η τραπεζική βόμβα μεγατόνων, στα θεμέλια πολλών οικονομιών του πλανήτη (κυρίως της Ευρώπης).
Περαιτέρω,
η κατάσταση στις Η.Π.Α. δεν είναι τόσο ρόδινη, όσο περιγράφεται από
κάποια ΜΜΕ – ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες της υπερδύναμης. Σύμφωνα με
μία πρόσφατη αναφορά της Fed, οι Αμερικανοί
απέσυραν από τους λογαριασμούς τους, την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου,
περισσότερα χρήματα ακόμη και από την ημέρα της κατάρρευσης των δίδυμων
πύργων – από το Σεπτέμβριο του 2001.
Το ποσόν των 114 δις $, το οποίο απέσυραν μέσα σε μία μόλις εβδομάδα οι πολίτες στις Η.Π.Α., οφείλεται πιθανότατα στο ότι, η
εγγύηση του αμερικανικού δημοσίου για τις μη τοκοφόρες αποταμιεύσεις,
ύψους 250.000 $ ανά καταθέτη, έπαψε να ισχύει στις 31.12.2012 – όπου
για τέσσερα περίπου χρόνια, μετά το ξέσπασμα της κρίσης (2008), το
δημόσιο των Η.Π.Α. εγγυόταν για το συνολικό ποσόν των 1,5 τρις $ (τι
ακριβώς ισχύει αλήθεια για τις εγγυήσεις των καταθέσεων στην Ελλάδα
σήμερα;).
Μετά
το τέλος της περιόδου αυτής (οι εγγυήσεις του δημοσίου είχαν στόχο να
ενισχύσουν τις μικρότερες, μη συστημικές τράπεζες, οι οποίες θα υπέφεραν
από μεγάλη εκροή καταθέσεων που θα οδηγούσε πολλές από αυτές στη
χρεοκοπία), υπάρχουν φόβοι ενός νέου κύματος «κατάρρευσης» των μικρών τραπεζών – γεγονός που τεκμηριώνεται επαρκώς από την παραπάνω τεράστια εκροή καταθέσεων, την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου.
Από την άλλη πλευρά της υδρογείου, ο συναλλαγματικός πόλεμος μαίνεται, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά την Ιαπωνία – η οποία αύξησε σε μεγάλο βαθμό την ποσότητα χρήματος, υποχρεώνοντας ουσιαστικά την κεντρική της τράπεζα να αγοράσει ομόλογα του υπερχρεωμένου δημοσίου (χρέη ίσα με το 240% του ΑΕΠ της χώρας). Την ίδια στιγμή, η Ιαπωνία
συνεχίζει να έχει έλλειμμα (-77 δις $ το 2012) στο εμπορικό της
ισοζύγιο – κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα και οφείλεται
κυρίως στην Κίνα.
Παρά
το ότι δε το γεν συνεχίζει για ενδέκατη συνεχή εβδομάδα την πτώση του
απέναντι στο δολάριο, οι εξαγωγές παραμένουν «υποτονικές», ενώ οι τιμές
καταναλωτή (-0,2%) δεν σταματούν να μειώνονται – γεγονός που σημαίνει
ότι, δεν αντιμετωπίζεται ο υπερεικοσαετής αποπληθωρισμός που πλήττει τη χώρα, ούτε με αυτόν τον τρόπο. Όπως πολύ σωστά λέγεται, «Όταν το τζίνι φύγει από το μπουκάλι, είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψει ξανά» – κάτι που ισχύει και για την πολιτική που ακολουθείται στη χώρα μας.
Στην τρίτη μεγάλη περιοχή του πλανήτη τώρα, στην Ευρώπη, συνεχίζει να ακολουθείται η πολιτική λιτότητας,
η οποία είναι αναμφίβολα ένας δρόμος προς την καταστροφή – αφού χωρίς
ανάπτυξη είναι αδύνατον να αντιμετωπισθεί η κρίση χρέους.
Γνωρίζοντας
όμως πως το ΑΕΠ είναι το σύνολο της κατανάλωσης, των ιδιωτικών
επενδύσεων, των δημοσίων επενδύσεων και της διαφοράς των εξαγωγών μείον
τις εισαγωγές, η μοναδική δυνατότητα για να αναπτυχθούν οι περισσότερες χώρες, σε εποχές ύφεσης, είναι εις βάρος των υπολοίπων – δηλαδή μερκαντιλιστικά,
μέσω της αύξησης των εξαγωγών, με την παράλληλη μείωση των εισαγωγών.
Πως είναι δυνατόν όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν όλες μαζί οι χώρες
της ΕΕ, αλλά και ο υπόλοιπος πλανήτης, έχουν τον ίδιο στόχο;
Η
επιλογή της συγκεκριμένης πολιτικής οφείλεται στον ισχυρισμό ότι, η
Ευρώπη είναι βυθισμένη σε μία κρίση χρέους, επειδή για πάρα πολλά χρόνια
ανεύθυνες κυβερνήσεις, ειδικά στο Νότο, υπερχρεώθηκαν μετά την είσοδο των χωρών τους στην Ευρωζώνη – αντί να εκμεταλλευθούν τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, λόγω της εισαγωγής του ευρώ.
Εν τούτοις, ο ισχυρισμός είναι λανθασμένος – με κριτήριο το ότι, την πρώτη δεκαετία λειτουργίας της Ευρωζώνης, το συνολικό χρέος της μειώθηκε κατά 7,4% (πάντοτε σε σχέση με το ΑΕΠ). Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας περιορίσθηκε κατά -9%, της Ισπανίας κατά -41% και της Ιρλανδίας κατά -42%. Στις
μοναδικές χώρες που αυξήθηκε (πηγή: Zeit) ήταν στη Γερμανία (+6,6%),
στη Γαλλία (+8,5%) στην Ελλάδα (+11,7%) και στην Πορτογαλία (+26,4%).
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers (μετά τη μεγαλύτερη και μάλιστα νόμιμη ληστεία όλων των εποχών δηλαδή, την οποία δρομολόγησαν οι Η.Π.Α.) και τη χρηματοπιστωτική κρίση που ακολούθησε, η εικόνα άλλαξε εντελώς. Από το 2007 έως το 2012 το δημόσιο χρέος της Γερμανίας αυξήθηκε κατά +16%, της Ελλάδας κατά +50% και της Πορτογαλίας επίσης (+50% περίπου).
Το δημόσιο χρέος της Ισπανίας αυξήθηκε κατά +100%, ενώ της Ιρλανδίας κατά +560% – επειδή οι δύο αυτές χώρες προσπάθησαν να αποτρέψουν την κατάρρευση των τραπεζών τους, μεταφέροντας τα χρέη τους στο δημόσιο (στους φορολογουμένους πολίτες τους). Το ίδιο συμβαίνει σήμερα και στην Κύπρο, το δημόσιο χρέος της οποίας θα ξεπεράσει σύντομα το 140% του ΑΕΠ της.
Τα
παραπάνω γεγονότα οδήγησαν την ηγεσία της Ευρωζώνης (όποια και αν είναι
αυτή) στο συμπέρασμα ότι, η πολιτική λιτότητας είναι απολύτως αναγκαία –
με αποτέλεσμα να πάψει να υφίσταται κάθε προοπτική ανάπτυξης, με πρωταγωνιστή, με μεγαλύτερο θύμα δηλαδή την Ελλάδα.
Μετά το 2008 δε, η συρρίκνωση του ΑΕΠ των περισσοτέρων χωρών είναι δραματική
– αφού η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά -13% στην Ευρωζώνη (μέσος
όρος), οι επενδύσεις κατά -30%, οι εξοπλιστικές δαπάνες κατά -50%, ενώ
οι εξαγωγές στον υπόλοιπο πλανήτη κατά -6%.
Πως
είναι δυνατόν λοιπόν να σταθεί κάποια στιγμή μόνη της στα πόδια της η
πατρίδα μας; Ποιος θα επενδύσει σε μία χώρα που είναι ολοκληρωτικά
βυθισμένη στην ύφεση, στην απαισιοδοξία και στη ανεργία, ενώ οι φόροι διαδέχονται ο ένας τον άλλο;
Πως θα διασωθεί ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος καταδικάσθηκε ουσιαστικά στη χρεοκοπία από τα εγκληματικά, «δίδυμα PSI», τα οποίο μας επιβλήθηκαν; Από την άλλη πλευρά, είναι δυνατόν αλήθεια να υπάρξει ανάπτυξη, χωρίς δανεισμό των επιχειρήσεων, χωρίς τη χρηματοδότηση τους δηλαδή από τις τράπεζες – οι οποίες ουσιαστικά «ομφαλοσκοπούν», προσπαθώντας απεγνωσμένα να διατηρηθούν στη ζωή;
Υπάρχει κάποιο σχέδιο εκ μέρους της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης, το οποίο να περιγράφει αναλυτικά τα βήματα της εξόδου μας από την κρίση; Γιατί συνεχίζεται η διασπορά ψευδών ελπίδων και οι κενές υποσχέσεις από σύσσωμη την ελληνική πολιτική;
Τέλος, δεν θα ξεσπάσει αργά η γρήγορα η οργή και δεν θα επικρατήσει η βία, όταν οι Έλληνες, ιδίως οι νέοι δυστυχώς, βεβαιωθούν πως «βομβαρδίζονται» κυριολεκτικά με ψέματα και δεν υπάρχει καμία απολύτως προοπτική για το μέλλον;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Χωρίς να θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι ή
καταστροφολόγοι, δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε το ότι, «το παράδοξο
του Minsky» (Minsky-Meltdown) φαίνεται σήμερα να επιβεβαιώνεται.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία οι επενδυτές, στο ξεκίνημα ενός οικονομικού κύκλου, επιλέγουν μία εξασφαλισμένη χρηματοδότηση
- μία σίγουρη δηλαδή τοποθέτηση των χρημάτων τους. Τα έσοδα τώρα της
επένδυσης αυτής, είναι συνήθως αρκετά για την αποπληρωμή των δανείων, τα
οποία παρέχουν.
Στα μέσα ενός οικονομικού κύκλου, όπου η ανάπτυξη της
οικονομίας δεν είναι πολύ μεγάλη, αλλά σταθερή, είναι ακόμη αποδοτικές
οι χρηματοδοτήσεις – αν και θεωρούνται μάλλον κερδοσκοπικές. Η αιτία
είναι το ότι, τα έσοδα φτάνουν για να καλύψουν μόνο τους τόκους των οφειλών - ενώ οι δόσεις, το κεφάλαιο δηλαδή, εξοφλείται με τη σύναψη νέων δανείων, τα οποία αντικαθιστούν ουσιαστικά τα παλαιότερα (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, με τα ομόλογα που εκδίδουν τα κράτη, αλλά και πολλές επιχειρήσεις).
Στο τέλος όμως ενός οικονομικού κύκλου, οι επενδυτές οδηγούνται σε ένα άκρως κερδοσκοπικό «σύστημα χιονοστιβάδας» (Ponzi scheme)
- όπου πλέον με τα νέα δάνεια δεν εξοφλούνται (ανανεώνονται ουσιαστικά)
μόνο οι δόσεις (χρεολύσια), αλλά και οι τόκοι. Παραδόξως δε οι
επενδυτές συνεχίζουν να πιστεύουν ότι, τα έσοδα από τις επενδύσεις, για
τις οποίες χρησιμοποιούνται τα δικά τους κεφάλαια, θα φτάσουν τελικά για
την εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Στα πλαίσια αυτά, η οικονομία γίνεται συνεχώς πιο ασθενής και πολύ περισσότερο ευάλωτη
- έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, η «πιστωτική φούσκα» εκρήγνυται,
ξεσπάει η χρηματοπιστωτική κρίση και ο οικονομικός κύκλος τελειώνει
αυτοκαταστρεφόμενος.
Σύμφωνα με τον Minsky, ηδιαδικασία της χρηματοδότησης μίας
καπιταλιστικής οικονομίας, δημιουργεί αυτόματα ενδογενείς,
αποσταθεροποιητικές δυνάμεις - είναι δηλαδή εκ των πραγμάτων, από τη φύση της και από μόνη της, αυτοκαταστροφική.
Με βάση τη θέση του αυτή ήταν της άποψης πως οφείλουμε να αποδεχθούμε
ότι, το πεδίο της «επάρκειας», καθώς επίσης της «επιθυμητής» ελεύθερης
αγοράς, είναι περιορισμένο - έχει δηλαδή ημερομηνία λήξης.
Επομένως, ο Minsky ευρίσκεται σε αντίθεση με την κλασσική ή νεοκλασική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι αγορές τείνουν πάντοτε προς ένα σημείο ισορροπίας, αυτόματα και χωρίς να υπάρχει ανάγκη ρύθμισης τους - υπό ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις φυσικά όπως,
για παράδειγμα, ο «πλήρης» ανταγωνισμός, η μη επέμβαση του κράτους στην
Οικονομία ή/και «η συμμετρία» της πληροφόρησης (ισότιμη, ταυτόχρονη
πρόσβαση από όλους, σε όλες οι πληροφορίες).
Όμως, οι προϋποθέσεις αυτές είναι πρακτικά ανέφικτες, ουτοπικές,
με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η αυτορύθμιση των αγορών, ακόμη
και αν αποδεχθούμε πως είναι σωστή η κλασσική θεωρία - ή, έστω, η
νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, με βάση την οποία τα πάντα πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες, αφού διαφορετικά δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την αυτορύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος.