Ποια Ελλάδα Ρεεεε
Η Εκάβη τυφλώνει τον Πολυμήστορα», έργο του Τζουζέππε Μαρία Κρέσπι |
Από τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής είχα κονομήσει έναν φίλο Θεσσαλό. Τάλεγε θυμάμαι λίγο, όπως και εγώ τα έλεγα λίγο. Αυτός τα έλεγε με εκείνο το χαρακτηριστικό τρόπο των Θεσσαλών. Μια βλάχικη προφορά επίπεδη χωρίς τις κορώνες των ορεινών όγκων. Και εγώ φυσικά τραγουδιστά Εφτανησιώτικα , κάτι λιγώτερο βέβαια από τους Κερκυραίους και τους Ζακυνθινούς, αλλά τραγουδιστά προς το Βυζαντινό και όχι προς τα κάντο των Ιταλιάνων....
Τον φίλο μου αυτόν τον έχασα. Χάθηκε. Χαθήκαμε. Χαμένοι μέσα σε αυτό το επάγγελμα του άγχους και των υπογείων συναισθημάτων των κοινωνιών σαν ζητούν αυτό που ονομάζουν δίκιο και που δεν είναι τίποτε άλλο από συμφέροντα, συμφέροντα, συμφέροντα με γαρνίρισμα ,ενίοτε, κάποιου φιλότιμου ή κάποιας μωροφιλοδοξίας.
Τέλος πάντων και για να μην τα πολυλογούμε χαθήκαμε. Αυτός εκεί στις πεδιάδες της Θεσσαλίας αναμένοντας την εκτροπή των Αχελώου και εγώ στο νησί των ποιητών και των θρύλων που το καλοκαίρι πουλάει θάλασσα, μαύρισμα, ψάρι της φωτιάς, κορμιά όμορφα ξάπλα στις απέραντες δυτικές αμμουδιές, ματαιοδοξία ως επισκέπτες του επίγειου ανατολίτη γίγαντα που είχε πόδια πήλινα, ξενύχτια στα μπαράκια κοιτάζοντας το κενό.
Χαθήκαμε. Και θα ξαναχαθούμε. Και πάλι χαθήκαμε.
Χα. Χα. Όσο υπήρχε η ευδαιμονία και η τσέπη ήταν γεμάτη γιατί να συναντήσεις ανθρώπους; Τι να τους κάνεις; Τα πάντα αγοράζονται και οι άνθρωποι και οι Θεσσαλοί και οι πάντες. Γιατί πρέπει να μείνεις με τον συμφοιτητάκο σου που ήταν και λίγο κινεζόφιλος από πάνω. Βρε τι μου λες. Χρειάζονται άνθρωποι της εξουσίας της πάσας εξουσίας για να κάνεις δουλειές παστρικές και να μην μπορεί να σε συλλάβει κανείς. Για Θεσσαλούς θα μιλάμε τώρα......
Ευδαιμονία. Σχήμα, χρήμα, ξάπλα και φούρνος να μην καπνίσει!! Τι λες που θα σκεφτώ από πού έρχονται τα γαμημένα τα λεφτά. Έρχονται. Φτάνει που έρχονται. Από πού κυλάνε, πώς κυλάνε , πού κυλάνε, τι μας νοιάζει εμάς. Είναι στρογγυλά και κυλάνε φίλε Θεσσαλέ και οι τσεπούλες μας μικρές ίσα να χωράνε τον άρτον τον επιούσιον. Δια τούτο και οι Τράπεζες φίλε μου. Αυτές χωράνε ...... από αυτές κυλάνε και σε αυτές επιστρέφουνε. Είναι κάτι σαν την θάλασσα. Από αυτές ξεκινάει το ύδωρ εν είδη ατμού και εκεί καταλήγει. Το αλάτι όμως ; τι το αλάτι ; αυτό το κρατάει η θάλασσα για τον τόκο της φύσεως. Να γιατί οι τράπεζες είναι σαν την θάλασσα φίλε μου κάθε μέρα γίνονται και πιο αλμυρές.....
Βρωμοθεσσαλέ. Με αυτές τις θεωρίες μας κουλάντριζες χρόνια για να μας πεις πως το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, εμείς δεν έχουμε πατρίδα , τα πάντα δεν έχουν πατρίδα και θα το δεις εσύ κανταδόρε του Ιονίου μια μέρα.
Πόσο συλλογίζομαι τις όμορφες μέρες της θεωρίας του Κόσμου. Τότε που χωρίς δεκάρα στη τσέπη , με τον γιακά σηκωμένο, με τα μάτια δακρυσμένα , ερωτευμένοι, αξούριστοι, άφραγκοι, λεροί ζητούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο που άλλαζε μόνος του και μας άφηνε στην φτώχεια του φτηνού δωματίου και του φαγητού της λέσχης της Βασιλίσσης Σοφίας (τώρα Εθνικής Αμύνης)
Τότε ψάχναμε μαζύ με τη γνώση, αυτή τη γνώση που χορηγούν τέλος πάντων τα πανεπιστήμια, και ανθρωπιά και επαφή και δοκιμή πάνω στα πολλά επίπεδα της ζωής ξεκινώντας από το άλφα του τσιγάρου και φτάνοντας μέχρι και το ο ΩΜΕΓΑ του έρωτα. Δεν μας έφταναν πλέον οι ενοχές και μικροψαχουλέματα των κοριτσιών των μικρών επαρχιακών πόλεων. Θέλαμε κι' ένα ζεστό γυμνό κορμί δίπλα μας να ανεβαίνουμε τις σκάλες του έρωτα αγκομαχώντας. Τι ψαχουλεύαμε μέσα στα εφήμερα μιας μεγαλούπολης που δικαιολογούσε την ύπαρξή της χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε βυζαντινά χαλάσματα, στην λερή θάλασσα του Θερμαϊκού, τα στρατιωτικά στρατόπεδα, τα γήπεδα και την ανομοιομορφία που ξεκινούσε από τα Κάστρα και έφτανε ως τον Λευκό Πύργο.........
Πονηρέ Θεσσαλέ μου έλεγες , τότε που είμαστε στην μέγιστη αθεΐα μας , ότι δεν υπάρχει πατρίδα. Πατρίδα μας είναι ο γλόμπος της γης. Γιαυτό πονηρέ ήταν σχεδόν στρογγυλός για να μην πέφτουμε χάμω , για να μην υπάρχει πάνω και κάτω , για να μην κινδυνεύουμε από τις πτώσεις και αυτά τα λέγαμε στην Πλατεία Χημείου παρουσία των χαφιέδων και των αστυνομικών οργάνων. Στην πλακόστρωτη πλατεία της Πανεπιστημιούπολης που κάποτε ήταν νεκροταφείο και τώρα νεκροταφείο είναι ,έλεγες, των ονείρων μας και της νιότης μας που χάνεται ανάμεσα στα χακί της Λεωφόρου Στρατού με τα Πεύκα και την Κεντρική Πύλη του ξένου στρατηγείου. Και μάλιστα γελούσες γιατί εσύ θα έμενες τελευταίος σαν κεντρικός αυτού του διαμελισμένου κορμιού. Και εγώ χτυπιόμουνα. Έχουμε Πατρίδα. Έχουμε. Ελλάδα. Θα το δεις. Μια μέρα σαν φύγουν αυτοί οι συνταγματαρχέοι και θα έρθει να μας αγκαλιάσει και να θωπεύσει γλυκά τα όνειρά μας. Να μην κοιμόμαστε όμως αυτές οι στιγμές είναι ιερές έλεγες. Η αγρύπνια είναι η αρετή που κοσμεί τη νιότη μας. Χα. Χα. Κοσμούσε την νιότη μας. Η αρετή. Η αγρύπνια. Χεστήκαμε φίλε.
Μα τι πατρίδα μπορείς να έχεις με πεπερασμένη γνώση και την μπότα μιας δικτατορίας στο σβέρκο;
Κι όμως είχα. Αυτό το αιώνιο γαλάζιο σεντόνι του Ιονίου. Αυτά τα καράβια της γης Κέρκυρα, Παξοί, Αντιπάξοι. Λευκάδα με τα νησόπουλα-βαρκούλες. Θιάκι. Κεφαλλονιά. Καληκέλαδη Ζάκυνθος. Τσιρίγο. Αντιστύλια στα πλευρά του πολυταξιδεμένου καραβόσκαρου χιλιάδες χρόνια. Κάτι σαν τα γυμνά μπράτσα που συγκρατούν την ξαπλωμένη ανάσα του κορμιού σου Πατρίδα μου.
Αυτό το γαλάζιο που στις ακτές του λαβαίνει το χρώμα των αγγέλων και πέρα κατά το ποδάρι και το νησί της Μεγάλης Ελλάδας το βαθύ γαλάζο του πόντου και του άγνωστου Θεού.
Πως χάνεται στην καμπυλότητα του ορίζοντα απ τα μάτια η Ευρώπη. Αυτή η παχιά πουτάνα που της δώσαμε όνομα για να την κατοικήσουν λάοί ότι που βγήκαν από τα σπάργανα των σπηλιών κι ατένισαν τον ήλιο της γνώσεως.
Δεν έχουμε πατρίδα. Επέμενες πονηρέ Θεσσαλέ. Δεν είναι αυτή πατρίδα να μας στέλνει στα Μακρονήσια και στις φυλακές. Πάνω ψηλά στέκει το Επταπύργιο. Εκεί Βασανίστηκε , ξεσκίστηκε, γαμήθηκε αυτή η πατρίδα. Δεν έχουμε πατρίδα, Πάρ΄ το απόφαση κουζουλέ Εφτανησιώτη.
Μα πώς; Κι αυτή η γλώσσα. Κι αυτή η λογική. Κι αυτά τα όνειρα. Κι ο ήλιος με τα κέρατα του απομεσήμερου. Και το γαλάζιο. Και το πράσινο. Και τα καφετιά χωράφια της Θεσσαλίας. Και η χιονισμένη οροσειρά της Πίνδου. Και τα χελιδόνια της άνοιξης. Κι ο δεκαπεντασύλλαβος. Και του Κίστου η μάνα. και το α ,το ο, το δέλτα, το φί, το θι, και ο δάκτυλος, και ο ανάπαιστος και ο ίαμβος και ο τροχαίος και τόσα και τόσα κλάματα ... Κι αυτή η μανούλα με την σκληρή ματιά και τα γλυκά λόγια, απόγονος της Εκάβης.. κι εκείνος ο πάπαρδος με την βαρυτονάλε φωνή που έψελνε το Υπερμάχω Στρατηγέ.... Κι ο πόνος τόσων αιώνων , κι αυτός ο Ιησούς που τον σταυρώνουμε και τον ανασταίνουμε την άνοιξη με το ω γλυκύ μου έαρ και το Χριστός ανέστη. Και η Παναγιά μας του καλοκαιριού λίγο πριν ωριμάσουν οι ράτες των σταφυλιών......
Πατρίδα που κυκλώνει ωκεανούς, θάλασσες και ηπείρους και εκτίνεται ως τα πέρατα του κόσμου παιδιά της είμαστε όλοι εμείς που αποδεχόμαστε τον πόνο και τα όνειρα σου και θλιβόμαστε στην άκρη του αείχρονου νου σου.
Πατρίδα χωρίς όρια, χωρίς χρόνο, χωρίς Εφιάλτες και Πήλιο-Γούσηδες, γυμνή στους ήχους των ποιητών σου και στις διηγήσεις των πεζογράφων σου , ολόγυμνη ξαπλωμένη αειπάρθενε στον γαλάζιο πέπλο σου άλλοτε ως Αφροδίτη, άλλοτε ως Μαγδαληνή, άλλοτε ως Παναγία της καταφυγής μας, μικρή μαθητριούλα των Δημηγοριών του γυιού του Ολόρου και των χορικών των τραγικών , ερωτευμένη με τον Ερωτόκριτο και πολιορκημένη μέσα στα σχεδιάσματα του Σολωμού.
Αχ Πατρίδα μου δεν σε χωρούν τα τραγικά όρια του ηλίθιου Κράτους των Αθηνών και της κομπίνας. Μέσα σε αυτά σε σκλάβωσαν οι ηλίθιοι , σε αυτά σε είχαν ξανασκλαβώσει οι άλλοι ηλίθιοι της Ιστορίας , μα εσύ υπάρχεις μέσα μας και μέσα σε αυτούς που έρχονται πίσω μας σε όλο το γλόμπο της Γης τραγουδώντας στην γλώσσα του Ομήρου τα ανθρώπινα βάσανα .......
Χα. Χα Θεσσαλέ. Πατρίδα μας δεν είναι αυτά τα σύνορα που έβαλε η ανθρώπινη βλακεία. Όχι αυτά δεν είναι πατρίδα μας. Κι ούτε χρειάζεται να πέσουν τα σύνορα γιατί για μας δεν υπήρξαν ποτέ !!!!
ΥΓ. Αυτό δεν γράφηκε για να αποκοιμηθούμε στα πλαίσια μια τάχα μου– τάχα μου ευδαιμονίας . Αυτό γράφηκε για να μάθουν αυτοί οι τάχα μου και οι άλλοι των τάχα μου ότι γεννηθήκαμε Ελεύθεροι, θα μείνουμε Ελεύθεροι και θα πεθάνουμε Ελεύθεροι .