Δύο διαφορετικές πολιτικές
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ποιος αληθεύει, η Μέρκελ της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή ο Ομπάμα, που θεωρεί ότι το έλλειμμα δεν έχει και τόση σημασία; Ποιος έχει δίκαιο, η γερμανική συνταγή, που έχει ρίξει στην ανεργία 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενους και 3,9 εκατομμύρια Έλληνες στη φτώχεια, ή η αμερικανική συνταγή, που θεωρεί πρωταρχικής σημασίας τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της μεσαίας τάξης; Τέλος, είναι σωστή η μείωση του κατώτατου μισθού στα όρια του τέλους του 19ου αιώνα ή η αύξησή του, όπως έκανε ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος τον ανέβασε από 7,5 σε 9 δολάρια την ώρα για τρία χρόνια;
Σήμερα παρατηρείται το εξής παράδοξο, η Ευρώπη του κράτους πρόνοιας να έχει καταστεί ο τόπος εφαρμογής του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, καταστρέφοντας κυριολεκτικά το βασικό χαρακτηριστικό της, το κοινωνικό κράτος της, ενώ η κατ’ εξοχήν χώρα του νεοφιλελευθερισμού, οι ΗΠΑ επιχειρούν μέσω του Μπάρακ Ομπάμα να αντιμετωπίσουν την καλπάζουσα ανεργία και την ύφεση με κεϋνσιανή πολιτική. Φιλελεύθερη οικονομία είχαμε στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1930, μετά το μεγάλο κραχ, μέχρι και το 1980(Ρήγκαν).
Αυτή την χρονική περίοδο είχαμε το κράτος πρόνοιας, αυτό που φρόντιζε ώστε η ζωή των εργαζομένων να διατηρεί τους στοιχειώδεις όρους αξιοπρέπειας. Γιατί τότε είχαμε την εφαρμογή της περίφημης συνταγής του Κέυνς. Αυτή ήταν η φιλελεύθερη οικονομία. Τώρα έχουμε τη νέο-φιλελεύθερη συνταγή όπου οι κανόνες και τα όρια του κέρδους δεν υφίστανται.
Αλλά ποια είναι αυτά τα όρια; Είναι το δημόσιο συμφέρον, ήτοι η κοινωνική συνοχή. Σ’ αυτά τα όρια επανέρχεται ο Ομπάμα καθώς και στην ενίσχυση της μεσαίας τάξης, αυτής η οποία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε τον κινητήρα της αμερικανικής ανάπτυξης και της δημιουργίας του «αμερικανικού ονείρου». Το τελευταίο ήταν η «εμπνέουσα αξία», το όραμα-καύσιμο για να κινητοποιηθούν οι πολίτες.
Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη γερμανική συνταγή βασίζεται στην πειθαρχία της «στρατιωτικής κοινωνίας» τύπου Μπίσμαρκ και στην πολιτική της διαρκούς «έκτακτης ανάγκης». Η δεύτερη πολιτική θεωρεί τους εργαζόμενους περιττούς και γι’ αυτό παραπέμπει σε ολοκληρωτισμό νέου τύπου.
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν όρια και κανόνες, στη δεύτερη όχι. Γι’ αυτό εκείνοι που ομνύουν στη δεύτερη θα πρέπει να δουν το αδιέξοδό της, αφού λειτουργεί διαλυτικά για την κοινωνία. Στη γηραιά ήπειρο συμβαίνει, δυστυχώς, να έχει επιβληθεί η ιδεολογία των Γερμανών. Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και μίας άποψης για την Ενωμένη Ευρώπη, ως προνομιακού χώρου εκμετάλλευσης των πιο αδύνατων από τους πιο ισχυρούς.
Μόνο που τώρα ήρθε και η σειρά των ισχυρών να αλληλοφαγωθούν. Αυτό δηλοί η κακή οικονομική κατάσταση της Γαλλίας, που αδυνατεί να καλύψει το όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος του 3%. Τι θα απομείνει από την ΕΕ; Τίποτα αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική.
Ποιος αληθεύει, η Μέρκελ της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή ο Ομπάμα, που θεωρεί ότι το έλλειμμα δεν έχει και τόση σημασία; Ποιος έχει δίκαιο, η γερμανική συνταγή, που έχει ρίξει στην ανεργία 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενους και 3,9 εκατομμύρια Έλληνες στη φτώχεια, ή η αμερικανική συνταγή, που θεωρεί πρωταρχικής σημασίας τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της μεσαίας τάξης; Τέλος, είναι σωστή η μείωση του κατώτατου μισθού στα όρια του τέλους του 19ου αιώνα ή η αύξησή του, όπως έκανε ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος τον ανέβασε από 7,5 σε 9 δολάρια την ώρα για τρία χρόνια;
Σήμερα παρατηρείται το εξής παράδοξο, η Ευρώπη του κράτους πρόνοιας να έχει καταστεί ο τόπος εφαρμογής του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, καταστρέφοντας κυριολεκτικά το βασικό χαρακτηριστικό της, το κοινωνικό κράτος της, ενώ η κατ’ εξοχήν χώρα του νεοφιλελευθερισμού, οι ΗΠΑ επιχειρούν μέσω του Μπάρακ Ομπάμα να αντιμετωπίσουν την καλπάζουσα ανεργία και την ύφεση με κεϋνσιανή πολιτική. Φιλελεύθερη οικονομία είχαμε στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1930, μετά το μεγάλο κραχ, μέχρι και το 1980(Ρήγκαν).
Αυτή την χρονική περίοδο είχαμε το κράτος πρόνοιας, αυτό που φρόντιζε ώστε η ζωή των εργαζομένων να διατηρεί τους στοιχειώδεις όρους αξιοπρέπειας. Γιατί τότε είχαμε την εφαρμογή της περίφημης συνταγής του Κέυνς. Αυτή ήταν η φιλελεύθερη οικονομία. Τώρα έχουμε τη νέο-φιλελεύθερη συνταγή όπου οι κανόνες και τα όρια του κέρδους δεν υφίστανται.
Αλλά ποια είναι αυτά τα όρια; Είναι το δημόσιο συμφέρον, ήτοι η κοινωνική συνοχή. Σ’ αυτά τα όρια επανέρχεται ο Ομπάμα καθώς και στην ενίσχυση της μεσαίας τάξης, αυτής η οποία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε τον κινητήρα της αμερικανικής ανάπτυξης και της δημιουργίας του «αμερικανικού ονείρου». Το τελευταίο ήταν η «εμπνέουσα αξία», το όραμα-καύσιμο για να κινητοποιηθούν οι πολίτες.
Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη γερμανική συνταγή βασίζεται στην πειθαρχία της «στρατιωτικής κοινωνίας» τύπου Μπίσμαρκ και στην πολιτική της διαρκούς «έκτακτης ανάγκης». Η δεύτερη πολιτική θεωρεί τους εργαζόμενους περιττούς και γι’ αυτό παραπέμπει σε ολοκληρωτισμό νέου τύπου.
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν όρια και κανόνες, στη δεύτερη όχι. Γι’ αυτό εκείνοι που ομνύουν στη δεύτερη θα πρέπει να δουν το αδιέξοδό της, αφού λειτουργεί διαλυτικά για την κοινωνία. Στη γηραιά ήπειρο συμβαίνει, δυστυχώς, να έχει επιβληθεί η ιδεολογία των Γερμανών. Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και μίας άποψης για την Ενωμένη Ευρώπη, ως προνομιακού χώρου εκμετάλλευσης των πιο αδύνατων από τους πιο ισχυρούς.
Μόνο που τώρα ήρθε και η σειρά των ισχυρών να αλληλοφαγωθούν. Αυτό δηλοί η κακή οικονομική κατάσταση της Γαλλίας, που αδυνατεί να καλύψει το όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος του 3%. Τι θα απομείνει από την ΕΕ; Τίποτα αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική.