Γιατί μόνο ένα «γερμανικό» ευρώ θα επιβιώσει
του Michael Ivanovitch Οι ηγέτες της ευρωζώνης δεν έχουν κάνει τίποτα για να ενισχύσουν την νομισματική ένωση και να αποτρέψουν μια ακόμα εξουθενωτική, και ίσως τελειωτική, κρίση στο μέλλον. Οι αναταράξεις στις αγορές που προκλήθηκαν από την επικείμενη πτώση της «τεχνοκρατικής» κυβέρνησης της Ιταλίας, και μια πιθανή επιστροφή του Σίβλιο Μπερλουσκόνι, δείχνουν ότι η μοναδική προστασία από το υπόλοιπο αυτής της κρίσης και από μια οποιαδήποτε μελλοντική κρίση, εξακολουθούν να είναι οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. |
Αυτές οι γραμμές δεν έχουν γραφτεί από κάποιον βρετανό ευρωσκεπτικιστή που
θέλει να σταματήσουν οι πληρωμές ύψους 16 δισ. ευρώ που καταβάλλει η
χώρα του στις Βρυξέλλες και που πιστεύει ακράδαντα ότι κάθε χρόνο
«εξαφανίζονται» από τον προϋπολογισμό της ΕΕ 5 δισ. ευρώ. Ούτε από
κάποιον εξοργισμένο Βαυαρό. Ο Βρετανός ηγείται της
μάχης για αποχώρηση της χώρας του από την ΕΕ. Ο Βαυαρός πάει ακόμα πιο
πέρα: θέλει η Βαυαρία να φύγει από την Γερμανική ένωση και η Ελλάδα από
την ευρωζώνη και δεν θέλει να σπαταλώνται λεφτά των φορολογούμενων σε
χώρες της ευρωζώνης που ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους, που
ανέχονται τις μαζικές φορολογικές απάτες και που διασώζουν τις
απείθαρχες τράπεζές τους.
Κάποιοι από τους εξοργισμένους Γερμανούς πιθανότατα χάρηκαν τον Νοέμβριο
όταν η Γερμανία ανάγκασε τους περισσότερους από τους απρόθυμους
εταίρους της στην ευρωζώνη να αποδεχθούν μια «νέα» συμφωνία για τον
προϋπολογισμό. Αν όμως χάρηκαν, τότε πιθανότατα να παραπλανήθηκαν διότι δεν κατάλαβαν ότι πρόκειται απλώς για μια «ξεδοντιασμένη αντιγραφή» των προηγούμενων υποχρεώσεων της Συνθήκης που
έθεταν τους "μη εφαρμοσθέντες" κανόνες για τα ελλείμματα του
προϋπολογισμού (3% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ).
Μη εφαρμοσθέντες διότι η ενισχυμένη εποπτεία της Κομισιόν στους εθνικούς προϋπολογισμούς, η οποία ορίζεται από τη συμφωνία αυτή, εξακολουθεί να αφήνει τις τελικές αποφάσεις για τις δαπάνες και τα έσοδα στα κράτη. Συνεπώς, οι όποιες διαφωνίες είναι θέμα «πολιτικής συνεννόησης» στα διάφορα διακυβερνητικά φόρα της ευρωζώνης.
Για παράδειγμα, η αρχική δέσμευση της Ισπανίας να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της στο 4,4% του ΑΕΠ εγκαταλείφθηκε σχεδόν αμέσως αφότου συμφωνήθηκε. Πριν λίγες εβδομάδες ο πρωθυπουργός της χώρας δήλωσε στον κόσμο ότι «θα είναι πολύ περίπλοκη» η επίτευξη του -προς τα πάνω αναθεωρημένου- στόχου για έλλειμμα 6,3% το 2012. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει η ΕΕ, ή οποιοσδήποτε άλλος, για να αναγκάσει τη Μαδρίτη να τηρήσει τις συμφωνημένες περικοπές. Η διαδικασία του προϋπολογισμού είναι ένα πλήρες κυριαρχικό δικαίωμα της Ισπανίας.
Μπορούν η Ισπανία, η Ελλάδα ή άλλες χώρες που παραβιάζουν τις δημοσιονομικές τους υποχρεώσεις, να εκδιωχθούν από τη νομισματική ένωση; Αυτό μπορεί να είναι δυνατό, όμως οι πολιτικές επιπτώσεις από τέτοιες διαδικασίες θα ήταν καταστροφικές και κατά πάσα βεβαιότητα θα οδηγούσαν στο τέλος του ενιαίου νομίσματος.
Οι Γερμανοί ήθελαν να επιβάλλουν τους κανόνες για τα ελλείμματα και τα δημόσια χρέη μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Οι Γάλλοι θεώρησαν την ιδέα απολύτως γελοία. Μάλιστα, ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, τόνισε ότι δεν θέλει μια «πειθαρχική ένωση». Έτσι, φαίνεται πως η νέα συμφωνία για τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης παραμένει στη δίνη των διακυβερνητικών πολιτικών «μπαλωμάτων», χωρίς να υπάρχουν κυρώσεις για τους δημοσιονομικούς «εγκληματίες».
Μάλιστα, οι «εγκληματίες» θα μπορούσαν να λάβουν και βοήθεια από την τραπεζική ένωση της ευρωζώνης, για την άμεση εφαρμογή της οποίας πιέζουν Γαλλία και Ισπανία. Η Γερμανία από την πλευρά της αντιστέκεται στο project, ζητώντας την εισαγωγή εξασφαλίσεων που θα εγγυώνται την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, αλλά και τον ξεκάθαρο διαχωρισμό του ρυθμιστικού ρόλου της ΕΚΤ από την νομισματική πολιτική της.
Η Γερμανία δεν αμφιβάλει για την ανάγκη ύπαρξης της τραπεζικής ένωσης. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει ρυθμιστική και εποπτική εξουσία επί των δημοσιονομικών συστημάτων που υποτίθεται ότι ελέγχει. Όμως το Βερολίνο δεν θέλει αυτό το κρίσιμο κομμάτι της νομισματικής ένωσης να «μπει» βιαστικά. Παράλληλα, οι Γερμανοί επισείουν την απειλή η βουλή τους να μην εγκρίνει το project εκτός και αν ικανοποιηθεί ότι η νομισματική ένωση δεν θα ανοίξει μια νέα δίοδο για άμεσες χρηματοδοτήσεις κρατών υπό την μορφή παροχής από την ΕΚΤ απεριόριστων κεφαλαίων στις τράπεζες της ευρωζώνης προκειμένου να παραμείνουν φερέγγυες και βιώσιμες.
Οι Γερμανοί εξακολουθούν να «τσούζουν» από την κίνηση του προέδρου της ΕΚΤ, Mario Draghi, να χρησιμοποιήσει μια «ελαστική» ερμηνεία της εξουσίας της ΕΚΤ ώστε να συνεχίσει να αγοράζει τα ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, να παράσχει απεριόριστη χρηματοδότηση στο τραπεζικό σύστημα και να προσφέρει στα κράτη μέλη υπό όρους δανειακές διευκολύνσεις σε συνδυασμό με τα κεφάλαια διάσωσης της ευρωζώνης.
Η Γερμανία πιθανότατα θα επικρατήσει, διότι η δική της ιδέα για την νομισματική ένωση είναι η σωστή. Μάλιστα, μόνο ένα «γερμανικό» ευρώ μπορεί να επιβιώσει και να ευημερήσει ως παγκόσμιο συναλλακτικό νόμισμα, ως ένα ευρέως διαδεδομένο αποθεματικό asset και ως μια αξιόπιστη πηγή αξίας.
Το αίτημα της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ για «περισσότερη Ευρώπη» είναι σωστό και υπεραμύνεται μιας ομόσπονδης κρατικής δομής που απαιτεί ουσιαστική εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Αυτή είναι μια προϋπόθεση για μια αποτελεσματική νομισματική ένωση και μια οικονομική διακυβέρνηση που πρέπει να πηγαίνει «χέρι-χέρι» με το ενιαίο νόμισμα.
Απουσία αυτών, οι περισσότεροι πλέον αντιλαμβάνονται ότι η ευρωζώνη θα πέφτει από κρίση σε κρίση, προκαλώντας τεράστιες ζημιές στις οικονομίες των κρατών μελών με κοινωνικές αναταραχές και επικίνδυνους πολιτικούς διαχωρισμούς. Ακόμα και οι σθεναρότεροι υπερασπιστές της εθνικής κυριαρχίας αρχίζουν επιτέλους να αποδέχονται ότι η πραγματική νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένας αξιόπιστος θεσμός εάν δεν υπάρξει κάποιου είδους πολιτική ένωση.
Η ειρωνεία είναι ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι καινούριο. Ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν το καταλάβαινε αυτό όταν πρότεινε την δημοσιονομική ένωση στη Γερμανία την περίοδο που βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση η Συνθήκη της νομισματικής ένωσης (η Συνθήκη του Μάαστριχτ) στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όσο απίστευτο και αν φαίνεται αυτό σήμερα, η Γερμανία αρνήθηκε, σύμφωνα με τον γάλλο υπουργό εξωτερικόν Χιουμπερ Βεντριν.
Η Γερμανία δεν ήταν έτοιμη. Μετά την επανένωση της χώρας τον Οκτώβριο του 1990, απαιτούνταν χρόνος ώστε να εξομαλυνθεί η κατάσταση, καθώς δαπανήθηκαν περίπου 1,3 τρισ. ευρώ για την απορρόφηση των ερειπωμένων και φτωχών ανατολικών περιοχών. Όταν όμως έγινε αυτό, ο νυν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, παρουσίασε στη Γαλλία το 1994 ένα σχέδιο για την πολιτική ένωση. Τώρα, όμως, ήταν η σειρά της Γαλλίας να πει όχι. Η ιδέα του Σόιμπλέ για μια πολιτική ένωση απορρίφθηκε ως «ρομαντική» και «ουτοπική» από τη Γαλλία.
Δεν υπάρχει, όμως, λόγος να απελπιζόμαστε. Κάποια μορφή πολιτικής ένωσης μπορεί ακόμα να είναι πιθανή με ειρηνικά μέσα. Η Άνγκελα Μέρκελ θα είναι υποψήφια για μια τρίτη θητεία στην καγκελαρία της Γερμανίας, στις γενικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου και μάλιστα φαίνεται ότι θα την κερδίσει. Αυτό θα της δώσει την ευκαιρία να ωθήσει την ευρωζώνη προς μια πολιτική ένωση.
Οι επενδυτές μπορούν να είναι σίγουροι ότι τίποτα ουσιαστικό δεν θα γίνει στην ευρωζώνη μέχρι τις γερμανικές εκλογές. Στο μεταξύ, και παρά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, μπορούμε να βασιστούμε στην δέσμευση του Μάριο Ντράγκι ότι θα κάνει «ότι χρειαστεί» για να προστατευτεί το ευρώ.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο CNBC.com
Μη εφαρμοσθέντες διότι η ενισχυμένη εποπτεία της Κομισιόν στους εθνικούς προϋπολογισμούς, η οποία ορίζεται από τη συμφωνία αυτή, εξακολουθεί να αφήνει τις τελικές αποφάσεις για τις δαπάνες και τα έσοδα στα κράτη. Συνεπώς, οι όποιες διαφωνίες είναι θέμα «πολιτικής συνεννόησης» στα διάφορα διακυβερνητικά φόρα της ευρωζώνης.
Για παράδειγμα, η αρχική δέσμευση της Ισπανίας να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της στο 4,4% του ΑΕΠ εγκαταλείφθηκε σχεδόν αμέσως αφότου συμφωνήθηκε. Πριν λίγες εβδομάδες ο πρωθυπουργός της χώρας δήλωσε στον κόσμο ότι «θα είναι πολύ περίπλοκη» η επίτευξη του -προς τα πάνω αναθεωρημένου- στόχου για έλλειμμα 6,3% το 2012. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει η ΕΕ, ή οποιοσδήποτε άλλος, για να αναγκάσει τη Μαδρίτη να τηρήσει τις συμφωνημένες περικοπές. Η διαδικασία του προϋπολογισμού είναι ένα πλήρες κυριαρχικό δικαίωμα της Ισπανίας.
Μπορούν η Ισπανία, η Ελλάδα ή άλλες χώρες που παραβιάζουν τις δημοσιονομικές τους υποχρεώσεις, να εκδιωχθούν από τη νομισματική ένωση; Αυτό μπορεί να είναι δυνατό, όμως οι πολιτικές επιπτώσεις από τέτοιες διαδικασίες θα ήταν καταστροφικές και κατά πάσα βεβαιότητα θα οδηγούσαν στο τέλος του ενιαίου νομίσματος.
Οι Γερμανοί ήθελαν να επιβάλλουν τους κανόνες για τα ελλείμματα και τα δημόσια χρέη μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Οι Γάλλοι θεώρησαν την ιδέα απολύτως γελοία. Μάλιστα, ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, τόνισε ότι δεν θέλει μια «πειθαρχική ένωση». Έτσι, φαίνεται πως η νέα συμφωνία για τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης παραμένει στη δίνη των διακυβερνητικών πολιτικών «μπαλωμάτων», χωρίς να υπάρχουν κυρώσεις για τους δημοσιονομικούς «εγκληματίες».
Μάλιστα, οι «εγκληματίες» θα μπορούσαν να λάβουν και βοήθεια από την τραπεζική ένωση της ευρωζώνης, για την άμεση εφαρμογή της οποίας πιέζουν Γαλλία και Ισπανία. Η Γερμανία από την πλευρά της αντιστέκεται στο project, ζητώντας την εισαγωγή εξασφαλίσεων που θα εγγυώνται την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, αλλά και τον ξεκάθαρο διαχωρισμό του ρυθμιστικού ρόλου της ΕΚΤ από την νομισματική πολιτική της.
Η Γερμανία δεν αμφιβάλει για την ανάγκη ύπαρξης της τραπεζικής ένωσης. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει ρυθμιστική και εποπτική εξουσία επί των δημοσιονομικών συστημάτων που υποτίθεται ότι ελέγχει. Όμως το Βερολίνο δεν θέλει αυτό το κρίσιμο κομμάτι της νομισματικής ένωσης να «μπει» βιαστικά. Παράλληλα, οι Γερμανοί επισείουν την απειλή η βουλή τους να μην εγκρίνει το project εκτός και αν ικανοποιηθεί ότι η νομισματική ένωση δεν θα ανοίξει μια νέα δίοδο για άμεσες χρηματοδοτήσεις κρατών υπό την μορφή παροχής από την ΕΚΤ απεριόριστων κεφαλαίων στις τράπεζες της ευρωζώνης προκειμένου να παραμείνουν φερέγγυες και βιώσιμες.
Οι Γερμανοί εξακολουθούν να «τσούζουν» από την κίνηση του προέδρου της ΕΚΤ, Mario Draghi, να χρησιμοποιήσει μια «ελαστική» ερμηνεία της εξουσίας της ΕΚΤ ώστε να συνεχίσει να αγοράζει τα ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης, να παράσχει απεριόριστη χρηματοδότηση στο τραπεζικό σύστημα και να προσφέρει στα κράτη μέλη υπό όρους δανειακές διευκολύνσεις σε συνδυασμό με τα κεφάλαια διάσωσης της ευρωζώνης.
Η Γερμανία πιθανότατα θα επικρατήσει, διότι η δική της ιδέα για την νομισματική ένωση είναι η σωστή. Μάλιστα, μόνο ένα «γερμανικό» ευρώ μπορεί να επιβιώσει και να ευημερήσει ως παγκόσμιο συναλλακτικό νόμισμα, ως ένα ευρέως διαδεδομένο αποθεματικό asset και ως μια αξιόπιστη πηγή αξίας.
Το αίτημα της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ για «περισσότερη Ευρώπη» είναι σωστό και υπεραμύνεται μιας ομόσπονδης κρατικής δομής που απαιτεί ουσιαστική εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Αυτή είναι μια προϋπόθεση για μια αποτελεσματική νομισματική ένωση και μια οικονομική διακυβέρνηση που πρέπει να πηγαίνει «χέρι-χέρι» με το ενιαίο νόμισμα.
Απουσία αυτών, οι περισσότεροι πλέον αντιλαμβάνονται ότι η ευρωζώνη θα πέφτει από κρίση σε κρίση, προκαλώντας τεράστιες ζημιές στις οικονομίες των κρατών μελών με κοινωνικές αναταραχές και επικίνδυνους πολιτικούς διαχωρισμούς. Ακόμα και οι σθεναρότεροι υπερασπιστές της εθνικής κυριαρχίας αρχίζουν επιτέλους να αποδέχονται ότι η πραγματική νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένας αξιόπιστος θεσμός εάν δεν υπάρξει κάποιου είδους πολιτική ένωση.
Η ειρωνεία είναι ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι καινούριο. Ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν το καταλάβαινε αυτό όταν πρότεινε την δημοσιονομική ένωση στη Γερμανία την περίοδο που βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση η Συνθήκη της νομισματικής ένωσης (η Συνθήκη του Μάαστριχτ) στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όσο απίστευτο και αν φαίνεται αυτό σήμερα, η Γερμανία αρνήθηκε, σύμφωνα με τον γάλλο υπουργό εξωτερικόν Χιουμπερ Βεντριν.
Η Γερμανία δεν ήταν έτοιμη. Μετά την επανένωση της χώρας τον Οκτώβριο του 1990, απαιτούνταν χρόνος ώστε να εξομαλυνθεί η κατάσταση, καθώς δαπανήθηκαν περίπου 1,3 τρισ. ευρώ για την απορρόφηση των ερειπωμένων και φτωχών ανατολικών περιοχών. Όταν όμως έγινε αυτό, ο νυν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, παρουσίασε στη Γαλλία το 1994 ένα σχέδιο για την πολιτική ένωση. Τώρα, όμως, ήταν η σειρά της Γαλλίας να πει όχι. Η ιδέα του Σόιμπλέ για μια πολιτική ένωση απορρίφθηκε ως «ρομαντική» και «ουτοπική» από τη Γαλλία.
Δεν υπάρχει, όμως, λόγος να απελπιζόμαστε. Κάποια μορφή πολιτικής ένωσης μπορεί ακόμα να είναι πιθανή με ειρηνικά μέσα. Η Άνγκελα Μέρκελ θα είναι υποψήφια για μια τρίτη θητεία στην καγκελαρία της Γερμανίας, στις γενικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου και μάλιστα φαίνεται ότι θα την κερδίσει. Αυτό θα της δώσει την ευκαιρία να ωθήσει την ευρωζώνη προς μια πολιτική ένωση.
Οι επενδυτές μπορούν να είναι σίγουροι ότι τίποτα ουσιαστικό δεν θα γίνει στην ευρωζώνη μέχρι τις γερμανικές εκλογές. Στο μεταξύ, και παρά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, μπορούμε να βασιστούμε στην δέσμευση του Μάριο Ντράγκι ότι θα κάνει «ότι χρειαστεί» για να προστατευτεί το ευρώ.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο CNBC.com