Η βία της αφθονίας
«Καταδικάζετε τη βία από
όπου κι αν προέρχεται;». Το επιεικώς χαζοχαρούμενο ερώτημα έγινε το αγαπημένο
δίλημμα που θέτει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα μετ’ επιτάσεως στην
αντιπολίτευση. Παρ’ ότι δεν θέλει και ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει
κανείς πόσο ανιστόρητο είναι, παρ’ όλο που η παγκόσμια πραγματικότητα βρίθει
αποδείξεων του αξιώματος ότι «η βία ήταν και παραμένει μαμή της Ιστορίας», το
ερώτημα εξακολουθεί να προκαλεί χαρακτηριστική αμηχανία. Ιδιαίτερα όταν αφορά
την πολιτική και κοινωνική βία.
Όσο οδυνηρή κι αν είναι η
πραγματικότητα αυτή κι όσο κι αν οι βασικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί
συντελεστές της διεθνούς και της εθνικής κοινωνικής συνθήκης έχουν προσχωρήσει -ρητορικά
και μόνο- στην αρχή της «μη βίας», αυτή ήταν και είναι όρος εξέλιξης κάθε
συστήματος και καθεστώτος. Τίποτε δεν έχει αλλάξει από την εποχή που ο Γκάτσος το
συμπύκνωσε στον στίχο του για τον Κεμάλ: «Νικημένο μου αστέρι, δεν αλλάζουν
οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί». Η βία
παραμένει όρος ύπαρξης μιας ανθρωπότητας κατακερματισμένης σε ανταγωνιστικά
έθνη, κράτη, ενώσεις, τάξεις, παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε ένας παγκόσμιος
πόλεμος που την απείλησε με αφανισμό χάρη στις ασύλληπτες τεχνικές εξολόθρευσης
που επινόησε. Η άσκηση βίας ή η απειλή χρήσης της -ακόμη και στην πιο παράλογη,
ισοπεδωτική μορφή της, τα πυρηνικά όπλα- παρέμεινε ρυθμιστής των διεθνών
σχέσεων και της κατανομής της γεωπολιτικής ισχύος. Αλλά και των σχέσεων
εξουσίας μέσα σε κάθε οργανωμένο (ή αποδιοργανωμένο) κράτος.
Η ίδια η ύπαρξη του κράτους,
είτε στις αρχαιότερες μορφές του είτε στη σύγχρονη, του εθνικού κράτους,
προϋποθέτει και ενσωματώνει έναν βαθμό βίας που ασκείται από τον Κυρίαρχο προς
τους υπηκόους του. Διόλου τυχαία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία το Κράτος και η
Βία, παιδιά της Στυγός και του Πάλλαντα, μαζί με τα αδέρφια τους, τον Ζήλο και
τη Νίκη, πολέμησαν στο πλευρό του Δία κατά την Τιτανομαχία. Κι είναι οι ίδιοι
που, κατά τον Αισχύλο, βοηθούν τον Δία να δέσει τον Προμηθέα στον Καύκασο για
το ατόπημά του: να αμφισβητήσει το θεϊκό μονοπώλιο της εξουσίας και της γνώσης.
Δεν έχει υπάρξει πιο εύγλωττη και γοητευτική συμπύκνωση της αλήθειας ότι η βία
αποτελεί θεμέλιο κάθε κυριαρχίας.
Πρόκειται, βεβαίως, για βία
κατά τεκμήριο αποδεκτή και νομιμοποιημένη. Είτε με την ανοχή είτε και με την
έγκριση των υπηκόων. Αλλά, πρόκειται και για μια βία οριοθετημένη, τουλάχιστον
στα λεγόμενα «κράτη δικαίου». Η εξουσία άσκησης βίας που εκχωρείται στον
κυρίαρχο έχει ένα θεωρητικό αντάλλαγμα. Να παράσχει ασφάλεια στους πολίτες.
Ασφάλεια κοινωνική και πολιτική, σωματική και ηθική, ατομική και συλλογική.
Στις φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίες, μάλιστα, προστέθηκε ως
διακηρυγμένος στόχος της κρατικής βίας (ή της απειλής χρήσης της) και η
οικονομική ασφάλεια, τόσο με την έννοια της προστασίας της ιεράς ιδιοκτησίας
και των περιουσιακών δικαιωμάτων, όσο και με την έννοια των αναγκαίων, βίαιων περιορισμών τους, στο
όνομα κάποιου βαθμού αναδιανομής του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων. Η
οικονομική βία που ασκείται μέσω της φορολογίας ή της οικονομικής
δραστηριότητας του κράτους στη Δύση νομιμοποιείται ακόμη και από συνταγματικά
διακηρυγμένους στόχους περί «κοινωνικής ειρήνης» ή υποχρεωτικής «ταξικής
συνεργασίας». Το γερμανικό σύνταγμα την απογειώνει, ορίζοντας την «αρχή της
συναίνεσης» (consensus) ως υποχρεωτική διαδικασία διαβούλευσης κράτους,
ρυθμιστικών Αρχών, επιχειρήσεων και συνδικάτων.
Σ’ αυτήν τη νομιμοποιημένη,
εκ πρώτης όψεως, έκφραση της κρατικής βίας, διασπαρμένη σε νόμους, κυρώσεις,
κατασταλτικούς μηχανισμούς, υποκρύπτεται και μια έμμεση αναγνώριση της «φυσικής
βίας» που υποβόσκει στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των καπιταλιστικών
κοινωνιών. Γίνεται αποδεκτό ότι η βία που ξεπηδάει από τις σχέσεις αυτές,
εδραιωμένες στη διαρκή αναπαραγωγή και διεύρυνση της ανισότητας, είναι τόσο
αναπότρεπτη που μόνο η διαρκής αποτροπή και καταστολή της με την επίσημη
αντι-βία εξασφαλίζει κάποια ευστάθεια και ισορροπία στο σύστημα. Η επίσημη βία
δεν έχει άλλο κεντρικό στόχο παρά να «καταργεί» την πάλη των τάξεων ή να
περιορίζει τις πιο απειλητικές, βίαιες εκφράσεις της. (Ο Ζήλος είναι πάντα
εκεί, δίπλα στα αδέρφια του, το Κράτος και τη Βία, ως αρχέγονη έκφραση του
«ανταγωνισμού» στην οικονομική δράση και την κοινωνική συμπεριφορά και ως
μυθολογική εκδοχή του κοινωνικού φθόνου που πάντα γεννούσε η άνιση και άδικη
κατανομή του πλούτου και της ισχύος).
Ωστόσο, η αποδοχή ή ανοχή
της επίσημης βίας και η αποχή από τις εξάρσεις της κοινωνικής βίας των
«υποτελών» τάξεων, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, συνοδεύονταν από μια βασική
υπόσχεση προς τις τάξεις αυτές: ότι η «κοινωνική ειρήνη» θα έχει ως αντάλλαγμα
μια σχετικά εγγυημένη διαρκή βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης. Ότι το
εισόδημά τους θα αυξάνεται, έστω κι αν το μερίδιό τους στον συνολικό πλούτο θα
μειώνεται. Ότι θα έχουν διαρκή και διευρυνόμενη πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά,
περιουσιακά στοιχεία, ιδιοκτησία. Ακόμη και μερίδιο στον «λαϊκό καπιταλισμό»
των μικρομετόχων. Ότι όσο βάζουν πλάτη στη μεγέθυνση της πίτας, τόσο μεγαλύτερο
κομμάτι της θα δικαιούνται. Επομένως, η επίσημη βία εναντίον όσων απειλούσαν
αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» έβρισκε ευρεία νομιμοποίηση σε μια κυμαινόμενη
πλειοψηφία της κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι μεταπολεμικές εκδοχές της «κοινωνίας
της αφθονίας» στη Δύση περιελάμβαναν ως παράρτημα του «κοινωνικού συμβολαίου»
και τη σιωπηρή ρήτρα ανοχής σε ποικίλες εκδοχές κρατικής βίας: στις
στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών χωρών όπου Γης, στην ανοικτή
στήριξη δικτατορικών καθεστώτων στις «μπανανίες», στην ευρεία χρήση
κατασταλτικών μηχανισμών εναντίον κάθε ομάδας που έσπαζε το «συμβόλαιο ανοχής» στις
καπιταλιστικές μητροπόλεις. Διόλου τυχαία, η «μεγάλη έκρηξη» των πολύμορφων
νεανικών κινημάτων, τα οποία στο τέλος της δεκαετίας του ’60 σάρωσαν τις ΗΠΑ
και την Ευρώπη, όσο κι αν κραύγασε ενάντια στην ανηθικότητα αυτού του
«συμβολαίου», όσο κι αν κατήγγειλε τη «βία της αφθονίας» και αντιπαρέθεσε τη
«δίκαιη βία των σκλάβων», δεν κατάφερε να κερδίσει την κοινωνική πλειοψηφία. Η
«επιστροφή στην κανονικότητα» (retour
a la normale, σύμφωνα με το σαρκαστικό
σύνθημα του Γαλλικού Μάη) ήταν μια οδυνηρή διαδικασία διεύρυνσης των ορίων της
κρατικής βίας.
Ωστόσο, σήμερα ζούμε μια μεγάλη
ανατροπή. Η «συμφωνία» πάνω στην οποία βασιζόταν η ανοχή της επίσημης βίας έχει
διαρραγεί. Ούτε το κράτος, ούτε η πολιτική ελίτ, ούτε οι τεχνοκράτες της
οικονομίας εγγυώνται το αντάλλαγμα της «βίας της αφθονίας». Γιατί η πρόσβαση
στην αφθονία δεν είναι πια δεδομένη για όλους, ούτε καν για μια σχετική
πλειοψηφία του πληθυσμού. Αντιθέτως, με κορυφαίο παράδειγμα όσα συμβαίνουν στην
Ελλάδα, στις λοιπές μνημονιακές χώρες και σε όλη την Ευρωζώνη, το δόγμα της
λιτότητας εξαφανίζει την επαγγελία της αφθονίας. Και μάλιστα χωρίς ημερομηνία
λήξης (όταν ο «ονειροκρίτης» Ιωσήφ προειδοποίησε τον φαραώ της Αιγύπτου πως
«οι μέρες της αφθονίας του είναι μετρημένες», όρισε τουλάχιστον ένα επταετές
πρόγραμμα λιτότητας και αποταμίευσης για να αντιμετωπιστεί ο επταετής λιμός που
θα ερχόταν, σύμφωνα με το όνειρο του φαραώ. Εδώ ισχύει το αντίστροφο: οι μέρες
της στέρησής μας είναι απροσδιόριστες. Και μάλλον απεριόριστες).
Το αποτέλεσμα είναι πως η
επίσημη βία χάνει την ελάχιστη οικονομική και κοινωνική της νομιμοποίηση. Κι
αφήνει όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο για έξαρση και νομιμοποίηση της βίας από
τα θύματα της «προσαρμογής». Πολύ περισσότερο που η επίσημη βία δεν επιβάλλεται
πια από τον κατά συνθήκη εγχώριο Κυρίαρχο, τον εκλεγμένο και νομιμοποιημένο από
την κοινοβουλευτική διαδικασία. Αλλά από μια δύναμη εξωτερική, ξένη προς το
κοινωνικό σώμα. Από μια τρόικα, μια Κομισιόν, μια ΕΚΤ, ένα ΔΝΤ που επιβάλλουν
ως μόνιμη πλέον την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που διερχόμαστε.
Από την άποψη αυτή ηχεί ως
αφέλεια, αν όχι και υποκρισία, το ερώτημα με το οποίο ο υπουργός Προστασίας του
Πολίτη επιχείρησε να συμπυκνώσει τη δημόσια φλυαρία για τους «νέους τρομοκράτες
των βορείων προαστίων»: «Τι αναγκάζει μια κοινωνία της αφθονίας να γεννάει
τρομοκράτες;», αναρωτήθηκε. Μήπως το ότι η αφθονία εξαφανίστηκε ακόμη και ως
ψευδαίσθηση; Μήπως, λέμε…