Κάπως έτσι...
“Και κάπως έτσι, όλα γίνονται για να
νικήσεις την μοναξιά.” Αυτή η πρόταση τριγυρνάει από το πρωί στο μυαλό
μου, δεν ξέρω αν την άκουσα κάπου, αν την είδα σε κανένα όνειρο, ή
βγήκαν οι λέξεις σιγά σιγά μόνες τους και μπήκαν στην σειρά. Με
προβλημάτισε αυτό το “και” της αρχής, σαν να είχε προηγηθεί κάτι άλλο,
κάποιο γεγονός, και αυτή ήταν η πρόταση-κατακλείδα. Ποια ήταν αυτά τα
“όλα”; Πώς “έτσι”; Και γιατί τελικά το θέμα να είναι η μοναξιά και όχι,
ας πούμε, η ευτυχία ή ό,τι άλλο θεωρεί κανείς ζητούμενο; Πότε κατάφεραν
τελικά οι προτάσεις να γεννούν μνήμες και όχι οι μνήμες προτάσεις;
Διαβάζω το Σόλο του Φίγκαρω, του
Σκαρίμπα. Ο σουρεαλισμός του με βοηθάει να αντισταθώ σε αυτήν την
επέλαση του δήθεν ορθολογισμού. Σκέφτομαι ότι αν υπάρχει μία περίπτωση
να απαλλαγούμε από αυτό που μας ρουφάει σαν μαύρη τρύπα* είναι η πίστη
στο ανορθόδοξο, στην ανατροπή που κανείς δεν περιμένει, στον σουρεαλισμό
μιας – θεωρητικά αποτυχημένης – αντίστασης. Στοπ. Άρχισα να ψάχνω την
μοναξιά και βρέθηκα πάλι στην αντίσταση. Κατανοώ τους καιρούς,
αντιλαμβάνομαι την υψηλή ιστορική τους αξία, εξακολουθούν όμως να με
απασχολούν και όσα άφησα στην άκρη. Μπορεί να ακουστεί και ως αυτισμός.
Το καταλαβαίνω και αυτό.
Νικάω την μοναξιά. Αναζητώ πάντα
ανθρώπους, βλέμματα που θα με πείσουν ότι μπορούμε να δούμε την ίδια
γωνιά του κόσμου από την ίδια θέση, κατρακυλάω σε έναν λόφο από
υποσχέσεις που δεν έχουν δίχτυ προστασίας ή ναι μεν αλλά. Ψάχνω αυτό το
“έτσι”, τον τρόπο που η νίκη αυτή θα είναι οριστική, ψάχνω τα “όλα”, τον
τρόπο που η νίκη αυτή θα είναι καθολική, ψάχνω το “και”, τον τρόπο που η
νίκη αυτή θα είναι διαχρονική.
Και ελπίζω ότι μια μέρα αυτός ο πόλεμος θα λήξει.
(*σε μια συζήτηση, η nefosis χρησιμοποίησε τον όρο για κάποιον που πενθούσε – ίσως η πιο πιστή μεταφορά που έχω ακούσει)