Δότες σώματος...
του Αλέξη Καζαντζίδη
Όλοι εκείνοι που νοθεύουν το μυαλό τους με κάθε λογής όπια, αρχίζουν να γίνονται ειλικρινείς με τον τρόπο τους. Ωστόσο, η ειλικρίνεια συχνά φέρνει την παρακμή, ενώ η υποκρισία μάλλον, τον πολιτισμό.
Το ξέρουν αυτό καλά οι στρατηγοί της δημοσιογραφίας, οι οποίουν έχουν εν πολλοίς το γενικό κουμάντο. Και ο λαός έμαθε να αγαπά τους στρατηγούς. Έχει ανάγκη να λυτρωθεί, δηλαδή να… χαθεί. Οι κρίσεις -περισσότερο από άλλα- ναρκώνουν, αφιονίζουν. Όταν οι άνθρωποι προγραμματίζονται μαζικά για να διασώσουν την ιδιωτική τους και μόνο ζωή, μέσα στα ερείπια και τα κοινωνικά κουφάρια ενός κόσμου που ξεπέφτει, τότε μπορεί να βιώσουν ακόμη και τον εκφυλισμό τους ως αναγκαίο κακό. Ξεκομμένοι από συλλογικές δομές, μοιάζουν πλέον προϊόντα της παρακμής. Βουλιάζουν στη μελαγχολία, στην έπαρση ή σε έναν ακατανόητο χαβαλέ.
Όλα αυτά, όμως, προδίδουν ανθρώπους που οι ελπίδες τους ακυρώθηκαν και τώρα, σαν μέσα σε κάποιο όνειρο, κάνουν κωμικές γκριμάτσες. Πλιατσικολογούν αλλά και γκρινιάζουν. Πότε-πότε φτύνουν, κιόλας, το κομμάτι της κοινωνίας που επιλέγει να αντιστέκεται. Είναι ικανοί να προσφέρουν και το… παιδί τους σε κάποια εταιρία. Στον φωτισμένο, αδιάφθορο εκείνο ιδιώτη, ο οποίος τόσο παστρικά κουνάει το δάχτυλο στους εργαζόμενους (όσοι υπάρχουν ακόμη) που θέλουν φαγητό, φάρμακο, σπίτι, ξεκούραση, αξιοπρέπεια. Στήνεται, τώρα, η γενιά νέων, αιφνιδιαστικών πολέμων. Η γενιά που περισσότερο και από την προηγούμενη, δεν θα υποκύπτει στο νόμο του δικαίου αλλά σε αυτόν του νικητή. Ακόμη κι αν ο νικητής είναι ένας αδίστακτος φονιάς.
Έτσι, μια πολιτισμένη (sic) χώρα, σαν την Αμερική ασχολήθηκε όλο το φθινόπωρο με το πόσες γυναίκες κουτούπωσε ο αρχηγός της CIA κι όχι με το… πόσα γυναικόπαιδα έσφαξε για να προασπίσει το δικαίωμα του Αμερικάνου να είναι καλός οικογενειάρχης και να βγάζει λεφτά. Η σημερινή τους δύναμη είναι στην πραγματικότητα η αδυναμία των μελλοντικών ηττημένων. Ένας λαός που βρίσκει μονάχα απαλλακτικές δικαιολογίες, προκειμένου να ντύσει μια ανήθικη ηθική.
Μετά από αυτά, δεν είναι τυχαίοι οι όψιμοι, φασίζοντες υπερασπιστές του δήθεν δικαίου. Μια εφεύρεση της κυρίαρχης τάξης (και ας αυτοπαρουσιάζονται ως αντισυστημικοί), μια ευρεσιτεχνία των στρατηγών, διασκευασμένη και διορθωμένη από τη γερμανική… κοσμιότητα. Σαν ένα σμάρι Ούννων μέσα σε έναν αγρό με παπαρούνες. Εθνικιστές που φαίνεται να έχουν πάρει αγκαλιά τον καλόγερο Ρασπούτιν και τους αιμοφιλικούς γιούς του Τσάρου. Ρατσιστές, αλλά με αγγλοσαξονικό φλέγμα που φοβούνται μήπως, νέγροι με… κολιέ από δόντια αγριογούρουνου που πίνουν συμπυκνωμένο γάλα, προσθέσουν ένα σόλο από ταμ ταμ στον εθνικό ύμνο ή αν Αλβανοί μεγαλοϊδεάτες βασιλέψουν στο Προεδρικό Μέγαρο.
Όμως και σήμερα, όπως και τότε, προσπαθούμε να ψηλαφίσουμε την άκρη αυτών των ανθρώπινων λαβυρίνθων. Κι όταν όλα αμβλύνονται, ο χρόνος παίζει μαζί μας και μας ξαναγυρίζει πίσω. Και μοιάζουμε σαν καμαρόπορτες που βροντούν σ’ ένα άδειο σπίτι μ’ ανοιχτά παράθυρα. Εκεί απ’ όπου τρύπωσαν όλες οι θύελλες της προϊστορίας και δεν είναι πια οι νύμφες που αναδύονται απ’ τις πεδιάδες, αλλά η καρβουνιασμένη όψη των κολασμένων.
Όλοι εκείνοι που νοθεύουν το μυαλό τους με κάθε λογής όπια, αρχίζουν να γίνονται ειλικρινείς με τον τρόπο τους. Ωστόσο, η ειλικρίνεια συχνά φέρνει την παρακμή, ενώ η υποκρισία μάλλον, τον πολιτισμό.
Το ξέρουν αυτό καλά οι στρατηγοί της δημοσιογραφίας, οι οποίουν έχουν εν πολλοίς το γενικό κουμάντο. Και ο λαός έμαθε να αγαπά τους στρατηγούς. Έχει ανάγκη να λυτρωθεί, δηλαδή να… χαθεί. Οι κρίσεις -περισσότερο από άλλα- ναρκώνουν, αφιονίζουν. Όταν οι άνθρωποι προγραμματίζονται μαζικά για να διασώσουν την ιδιωτική τους και μόνο ζωή, μέσα στα ερείπια και τα κοινωνικά κουφάρια ενός κόσμου που ξεπέφτει, τότε μπορεί να βιώσουν ακόμη και τον εκφυλισμό τους ως αναγκαίο κακό. Ξεκομμένοι από συλλογικές δομές, μοιάζουν πλέον προϊόντα της παρακμής. Βουλιάζουν στη μελαγχολία, στην έπαρση ή σε έναν ακατανόητο χαβαλέ.
Όλα αυτά, όμως, προδίδουν ανθρώπους που οι ελπίδες τους ακυρώθηκαν και τώρα, σαν μέσα σε κάποιο όνειρο, κάνουν κωμικές γκριμάτσες. Πλιατσικολογούν αλλά και γκρινιάζουν. Πότε-πότε φτύνουν, κιόλας, το κομμάτι της κοινωνίας που επιλέγει να αντιστέκεται. Είναι ικανοί να προσφέρουν και το… παιδί τους σε κάποια εταιρία. Στον φωτισμένο, αδιάφθορο εκείνο ιδιώτη, ο οποίος τόσο παστρικά κουνάει το δάχτυλο στους εργαζόμενους (όσοι υπάρχουν ακόμη) που θέλουν φαγητό, φάρμακο, σπίτι, ξεκούραση, αξιοπρέπεια. Στήνεται, τώρα, η γενιά νέων, αιφνιδιαστικών πολέμων. Η γενιά που περισσότερο και από την προηγούμενη, δεν θα υποκύπτει στο νόμο του δικαίου αλλά σε αυτόν του νικητή. Ακόμη κι αν ο νικητής είναι ένας αδίστακτος φονιάς.
Έτσι, μια πολιτισμένη (sic) χώρα, σαν την Αμερική ασχολήθηκε όλο το φθινόπωρο με το πόσες γυναίκες κουτούπωσε ο αρχηγός της CIA κι όχι με το… πόσα γυναικόπαιδα έσφαξε για να προασπίσει το δικαίωμα του Αμερικάνου να είναι καλός οικογενειάρχης και να βγάζει λεφτά. Η σημερινή τους δύναμη είναι στην πραγματικότητα η αδυναμία των μελλοντικών ηττημένων. Ένας λαός που βρίσκει μονάχα απαλλακτικές δικαιολογίες, προκειμένου να ντύσει μια ανήθικη ηθική.
Μετά από αυτά, δεν είναι τυχαίοι οι όψιμοι, φασίζοντες υπερασπιστές του δήθεν δικαίου. Μια εφεύρεση της κυρίαρχης τάξης (και ας αυτοπαρουσιάζονται ως αντισυστημικοί), μια ευρεσιτεχνία των στρατηγών, διασκευασμένη και διορθωμένη από τη γερμανική… κοσμιότητα. Σαν ένα σμάρι Ούννων μέσα σε έναν αγρό με παπαρούνες. Εθνικιστές που φαίνεται να έχουν πάρει αγκαλιά τον καλόγερο Ρασπούτιν και τους αιμοφιλικούς γιούς του Τσάρου. Ρατσιστές, αλλά με αγγλοσαξονικό φλέγμα που φοβούνται μήπως, νέγροι με… κολιέ από δόντια αγριογούρουνου που πίνουν συμπυκνωμένο γάλα, προσθέσουν ένα σόλο από ταμ ταμ στον εθνικό ύμνο ή αν Αλβανοί μεγαλοϊδεάτες βασιλέψουν στο Προεδρικό Μέγαρο.
Όμως και σήμερα, όπως και τότε, προσπαθούμε να ψηλαφίσουμε την άκρη αυτών των ανθρώπινων λαβυρίνθων. Κι όταν όλα αμβλύνονται, ο χρόνος παίζει μαζί μας και μας ξαναγυρίζει πίσω. Και μοιάζουμε σαν καμαρόπορτες που βροντούν σ’ ένα άδειο σπίτι μ’ ανοιχτά παράθυρα. Εκεί απ’ όπου τρύπωσαν όλες οι θύελλες της προϊστορίας και δεν είναι πια οι νύμφες που αναδύονται απ’ τις πεδιάδες, αλλά η καρβουνιασμένη όψη των κολασμένων.