Κλέφτες κι Αστυνόμοι
Είδαν πολλά τα μάτια μου. Βλέπεις, κοντεύω είκοσι χρόνια εδώ μέσα. Από την πρώτη στιγμή που με φέρανε, αντιλήφθηκα ότι θα έχω άπλετο χρόνο για να παρατηρώ τα άτομα και τις εκφράσεις τους. Ανέκαθεν μού άρεσε εξάλλου να εστιάζω στις ιδιαίτερες, αυθόρμητες μικρές στιγμές των άλλων, ειδικά όταν προσπαθούν να κρυφτούν αλλά δεν ξέρουν ότι εσύ τούς παρακολουθείς πίσω από διπλούς καθρέφτες. Όταν δαγκώνουνε τα χείλη τους, όταν γδέρνουν τα μάγουλά τους, όταν το βλέμμα τους χάνεται, προσπαθώντας απελπισμένα να βρει κατάληξη σ’ ένα τυχαίο αντικείμενο στο χώρο. Δυσκολευόμουν να παραδεχτώ ότι είναι κάπως αδιάκριτη αυτή μου η συνήθεια αλλά είχα πάντα την ανάγκη να δω τι στ’ αλήθεια κρύβεται πίσω από τις αλήθειες και τα ψέμματα. Λένε ότι όλοι μας φοράμε το κατάλληλο πρόσωπο ανάλογα με το σανίδι που θα περπατήσουμε και τη στολή που θα μας βάλουν. Ότι υιοθετούμε ρόλους, ιδιότητες κι ότι συμπεριφερόμαστε ανάλογα με το πώς μας συμπεριφέρονται. Και, δεν είναι λίγες οι φορές που υπερασπίζεσαι εκείνη την άποψη που λίγο καιρό πριν κατηγορούσες με μανία. Άλλες φορές πάλι, μπερδεύεσαι και δεν ξέρεις πώς να συμβιβάσεις τ’ ασυμβίβαστα και να υπερβείς τα συμβιβασμένα. Πώς να ξεχωρίσεις τους αθώους απ’ τους ενόχους. Τα θύματα απ’ τους θύτες. Τους ανθρώπους απ’ τους ανθρώπους.
Είδα εκείνον το χαρακτηριστικό ιδρώτα ανάμεσα σε χέρια που ξεγλιστρούσαν μέσα από άλλα χέρια, καθώς οι χειροπέδες ασφάλιζαν και σφίγγαν τους καρπούς μιας ζωής που πλέον ήταν υπό τον έλεγχο του Κράτους. Τις διογκωμένες φλέβες σε λαιμούς που ούρλιαζαν για το δίκαιο και για το άδικο, τα κεφάλια που τα ‘σπρώχναν μέσα σε περιπολικά και την κραυγή της μάνας, καθώς έσβηνε μέσα στις σειρήνες. Παιδί μου! Συχνά νόμιζα πώς το ‘λεγε σ’ εμένα και έκανα ν’ απαντήσω, να φωνάξω “σταματήστε, γυρίστε το χρόνο πίσω”. Και δεν μπορώ να ξεχάσω τις γρήγορες, λαχανιασμένες ανάσες και τον καπνό που αμήχανα έκανε κύκλους γύρω από τζούρες βιαστικές κι από πακέτα δανεικά, σημειωμένα με τηλέφωνα δικηγόρων. Για έναν περίεργο λόγο, πάντα χαιρόμουν να μου κάνουν τράκα εκείνες τις στιγμές, δεν ξέρω, ένιωθα λες και προσέφερα εγώ το τελευταίο τσιγάρο σ’ εκείνους που δεν πρόκειται ποτέ ξανά να ρουφήξουν τον καθαρό αέρα της ελευθερίας. Ήταν πολλές οι στιγμές εκείνες που έμπλεκα το σαδισμό με τη λύπηση και τη συμπόνοια. Τις περισσότερες φορές δεν το έλεγχα, ήταν σχεδόν ενστικτώδες, σαν απότομη φάπα σε σβέρκο, μετά μετάνιωνα πάλι, έλεγα μέσα μου ότι δεν θα ξεφύγω ποτέ και δεν θα ξαναδώσω προθεσμία στον εαυτό μου ν΄ απολογηθεί για την κατάχρηση της εξουσίας. Κι ας ήξερα ότι, τελικά, δεν επρόκειτο να κατηγορηθώ ποτέ.
Είδα παιδαρέλια να κάνουν τους μάγκες και να μας φτύνουν με τσαμπουκά και τσαγανό και θράσος αλλά και ισχυρούς μεγαλοπαράγοντες του υποκόσμου να κλαίνε και να τρέμουν σαν τα παιδαρέλια. Αντίκρισα ληστές με μπλούζες τρύπιες, που ‘χαν για όπλο τόξα, κάνοντας ντου σε κτήρια πολύχρωμα και σε ράφια γεμάτα από αράδες γάλατα και ψωμιά, και που, φεύγοντας, τα πετάγανε ψηλά στον ουρανό, φαγητό να στάξει στα ανοιχτά στόματα των πεινασμένων. Περιεργάστηκα καλοντυμένους γραβατάδες με μανικετόκουμπα ακριβά κι αλυσίδες χρυσές μέσα στις τρίχες του ιδρωμένου τους στέρνου που κόντευαν να σπάσουν από το πάχος και την αναισθησία. Τι κι αν έκλεβαν μια ζωή τον κόπο του κοσμάκη, τι κι αν έτρωγαν με τα σαράντα στόματά τους, ετούτοι εδώ κουβάλαγαν διακρίσεις κι επιβραβεύσεις για την εξέλιξη της απατεωνιάς τους. Κι ακόμα κι εδώ μέσα έχουνε τα μέσα για να εξασκούνε τις αδηφάγες μασέλες τους, αναμασώντας σολωμούς, μια ευγενική προσφορά της Πολιτείας. Κρίμα για ‘κείνους τους μεροκαματιάρηδες που μπουζουριάστηκαν από υπερβάλλοντα ζήλο για την αξιοπρέπειά τους. Προχτές φέρανε και μερικούς άστεγους να χαίρονται που πλέον θα ΄χουνε στέγη κι ένα πιάτο φαΐ. Τους ‘βάλαν μαζί με εκείνον τον τύπο που πρώτα ρωτάει πόσο πάει η μετοχή της Eurobank και μετά τί θα φάμε σήμερα. Ένας κόσμος υπανάπτυκτος στο ίδιο κελί με τα καθίκια της ανάπτυξης.
Είδα ξύλο, πολύ ξύλο, προς όλες τις κατευθύνσεις, εξεγέρσεις ανάμεσα στους κρατούμενους, κλωτσιές που με φόρα κατέληγαν πάνω σε πόρτες και σε αλύγιστα κάγκελα, δίπλα σε κεφάλια που ‘σκάγαν πάνω στους τοίχους τής απελπισίας, κορμιά που κρέμονταν σε σωλήνες από καλοριφέρ, κλειδιά που ‘γίναν ξυράφια για να απονείμουν δικαιοσύνη μια ώρα αρχύτερα Αίμα και μελανιές σε μια μαυροκόκκινη καλλιτεχνία βίας. Μα το χειρότερο είναι ότι τις περισσότερες φορές έμενα να παρατηρώ τα βασανιστήρια κι ήταν αυτό το μεγαλύτερο βασανιστήριό μου. Που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Που καμιά φορά με έπιανα να απολαμβάνω το θέαμα, λες κι ήταν ταινία τρόμου επιτυχημένη. Αποτελείωσέ τον. Ακόμα πετάγομαι τις νύχτες κι ακούω εκείνα τα πνιχτά κλάματα πίσω από την κουκούλα κι αισθάνομαι εκείνη τη μυρωδιά από ιδρώτα κι εκείνα τα θεόρατα πρησμένα μάτια να με κοιτάνε κατάματα και να στάζουν αίμα πάνω στα δικά μου και νιώθω ότι δεν δακρύζω πια αλλά ματώνω από τα μάτια και το αίμα να έχει τη γεύση της ενοχής. Μην κλαις, ρε πούστη! Ομολόγα, θα σε κάνουμε σαπούνι, ρε άπλυτε! Ζήτω η αναρχία, κουφάλες! Τρέλα άναρχη. Χωρίς τέλος κι αρχή.
Είδα μια κοινωνία εκεί έξω να κονταροχτυπιέται, προσπαθώντας να καθορίσει την έννοια του μέτρου. Να πει πόσες γροθιές επιτρέπονται στη σύγχρονη Δημοκρατία των δικαιωμάτων. Να παλεύει να βρει απάντηση στο πώς ζωντανέψαν ξαφνικά τα φαντάσματα εποχών μακρινών, μεσαιωνικών. Είδα ορδές κοινών, κάποτε φιλήσυχων πολιτών να κουβαλάνε γκλοπ και καδρόνια και πιστόλια για να πάρουν αυτοί οι ίδιοι το νόμο στα χέρια τους. Και λίγες έφαγαν, ο καθένας από εμάς θα τους σάπιζε, τι θέλουμε πλέον δηλαδή, η Αστυνομία να σερβίρει καφέ στους τρομοκράτες; Τα κωλόπαιδα, τα κακομαθημένα παράσιτα των βορείων προαστίων. Μα, είδαν το φίλο τους να πέφτει νεκρός από σφαίρες μπάτσου. Εκεί άλλαξαν όλα, εκείνη η σφαίρα σκότωσε τα όνειρά τους, τα όνειρά μας, εκεί φτιάχτηκαν οι κατήφοροι για να κυλάμε σήμερα όλοι παρέα προς τα κάτω συνεχώς. Είδα μερικούς περίεργους τύπους να φοράνε τη δική μας φορεσιά και να ενώνονται με εμάς, ως εθελοντές στην υπηρεσία του τρόμου. Είδα κι εμένα, εικοσάχρονο, μέσα σε μια σχολή, εσώκλειστος, να διδάσκομαι τι σημαίνει ασφάλεια και προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και Σύνταγμα και ανθρώπινη αξιοπρέπεια και πάταξη του εγκλήματος. Να ορκίζομαι πίστη κι αφοσίωση στην πατρίδα. Να γιορτάζω και να τραγουδάω με φίλους. Και ‘συ, λαέ, βασανισμένε.
Μην ξεχνάς το φασισμό.
Τα Κακώς Κείμενα