Φτωχοί άνθρωποι με πληγωμένο εγωισμό
της Αλεξάνδρας Κορωναίου
Η φτώχεια και η οικονομική εξαθλίωση επιφέρουν, πέρα από τον καθημερινό Γολγοθά της επιβίωσης και την οδύνη της μιζέριας, κι ένα άλλο υποχθόνιο συναίσθημα που δηλητηριάζει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόκειται για την κοινωνική ντροπή (που διαφέρει από την ηθική, σεξουαλική, σωματική και ψυχική ντροπή) και αφορά ορισμένες πλευρές της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, οι οποίες, ανάλογα με το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, αποτελούν αντικείμενο στιγματισμού ή/και αυτοστιγματισμού.
Αλλοτε είναι η φυλή (ο ξένος, ο αποδιοπομπαίος τράγος), άλλοτε το θρήσκευμα (ο Εβραίος, ο μουσουλμάνος) και άλλοτε το κοινωνικό-οικονομικό στάτους (ο άνεργος, ο φτωχός, ο περιθωριοποιημένος). Η ντροπή, εξαιτίας της φτώχειας, έχει αναμφισβήτητα μια αντικειμενική βάση που αποτιμάται με αριθμούς, έστω αυθαίρετους, στις σχετικές έρευνες (εισόδημα, όριο φτώχειας κ.ά.). Εχει όμως και μια συμβολική διάσταση που συνδέεται με τις σχέσεις κυριαρχίας και εξουσίας. Με αυτή την έννοια, η ντροπή έχει να κάνει με τις πραγματικές και συμβολικές μορφές ταπείνωσης που ασκούν καθημερινά οι ισχυροί στους ανίσχυρους, οι πλούσιοι στους φτωχούς, οι εκμεταλλευτές στους εκμεταλλευόμενους.
Η κοινωνική ντροπή ωστόσο κρύβει το αληθινό της πρόσωπο, καθώς βιώνεται ως υποκειμενική κατάσταση, ένα προσωπικό ή οικογενειακό βίωμα που παραπέμπει διαρκώς στην εικόνα του εαυτού και στην εικόνα που έχουν οι άλλοι, οι σημαντικοί και «ασήμαντοι» άλλοι, για το άτομο. Η φτώχεια προκαλεί συναισθήματα που είναι τόσο πιο επώδυνα όσο αποφεύγουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για το τι σημαίνει «ντρέπομαι».
Ντρέπομαι που απλώνω τα χέρια για να αρπάξω στον αέρα μια σακούλα με ντομάτες, ντρέπομαι που η επιβίωση των παιδιών μου εξαρτάται από τις αγαθοεργίες των φιλεύσπλαχνων, ντρέπομαι που δεν έχω λεφτά να φτιάξω τα χαλασμένα δόντια μου, ντρέπομαι που δεν έχω μια αξιοπρεπή δουλειά, ντρέπομαι που η ζωή μου εξαρτάται από την ατομική φιλανθρωπία και τις υπηρεσίες πρόνοιας.
Ντρέπομαι γιατί όλα τούτα σημαίνουν πως δεν είμαι αυτόνομος άνθρωπος, δεν είμαι σαν τους άλλους. Είμαι ένα τίποτα. Και το χειρότερο: ντρέπομαι που ντρέπομαι. Μια γειτόνισσά μου, της οποίας ο σύζυγος είναι άνεργος εδώ και 8 μήνες, μου έλεγε τις προάλλες: Το χειρότερο είναι οι μέρες που το ψυγείο είναι άδειο και τότε αποφεύγω να κοιτάξω τα παιδιά στα μάτια. Ντρέπομαι που το ψυγείο είναι άδειο. Κι ύστερα ντρέπομαι που ντρέπομαι για μένα και τον άνδρα μου, γιατί ξέρω πως δεν κάναμε κάτι κακό για να ζούμε έτσι. Η ντροπή, έγραφε ο Erving Goffman, σε στιγματίζει και συγχρόνως σε διαλύει. Σταδιακά, οι άνθρωποι της ντροπής αφήνονται, εγκαταλείπουν τον εαυτό τους και την προσπάθεια να καταπολεμήσουν την ταπεινωτική τους κατάσταση.
Μοιάζουν έτσι όλο και περισσότερο με εκείνον τον ασήμαντο ανθρωπάκο στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι για τον οποίο ο κορυφαίος συγγραφέας αναρωτιόταν με ανάμεικτα συναισθήματα οίκτου, περιφρόνησης και θυμού: « Γιατί ο Ζαρνίτσιν αφέθηκε να πεθάνει απ’ την πείνα έχοντας εξήντα χρόνια ζωής ακόμα; Γιατί δεν έγινε κι αυτός Ρότσιλντ; Ποιος φταίει που δεν έχει εκατομμύρια σαν τον Ρότσιλντ, που δεν έχει βουνά τα χρυσά ρούβλια και τα ναπολεόνια; Ενα ολάκερο βουνό σαν εκείνα που βλέπει κανείς στα πανηγύρια της Αποκριάς; Μια και ζει, σημαίνει πως όλα, τα πάντα, είναι στην εξουσία του! Ποιος φταίει που δεν το καταλαβαίνει;».
Πράγματι οι φτωχοί, οι αποκλεισμένοι, οι εξαθλιωμένοι μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν τη δύναμή τους. Ισως επειδή δεν έχουν ούτε τα μέσα ούτε τον χρόνο να συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν το παρόν και την πολυτέλεια να σχεδιάζουν το μέλλον τους. Οταν μάλιστα τα παιδιά των κοινωνικά αποκλεισμένων αποστρέφονται τη μόρφωση, καταλαβαίνοντας πως τίποτα δεν έχουν πια να προσμένουν από το σχολικό σύστημα, τότε είναι βέβαιο ότι το μέλλον της απόγνωσης, αλλά και της υποταγής, θα διαρκέσει πολύ.
Το περίεργο είναι πως οι ολίγοι ισχυροί και οι άλλοι διεφθαρμένοι της εξουσίας δεν νιώθουν καμία ντροπή. Κι ας ουρλιάζουν τα πλήθη «ντροπή σας!». Αυτοί δεν ντρέπονται παρά μόνο για τις εικόνες της αθλιότητας που κάνουν τον γύρο του κόσμου και προσβάλλουν τη χώρα. Ισως επειδή καταλαβαίνουν πως, αν αφεθούν σε τέτοια συναισθήματα, θα διαλυθούν εσωτερικά. Και τότε δεν θα μπορούν να αφοσιωθούν στο υψηλό έργο της διάσωσης του έθνους και του λαού. Αφήστε που κάποιος απ’ αυτούς μπορεί να πηδήξει από κανένα μπαλκόνι. Οχι, βέβαια, επειδή είναι άνεργος και ταπεινωμένος, αλλά επειδή κατάφερε να νιώσει, έστω για μια στιγμή, ντροπή.
Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εφημερίδα των Συντακτών
tvxs
Η φτώχεια και η οικονομική εξαθλίωση επιφέρουν, πέρα από τον καθημερινό Γολγοθά της επιβίωσης και την οδύνη της μιζέριας, κι ένα άλλο υποχθόνιο συναίσθημα που δηλητηριάζει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόκειται για την κοινωνική ντροπή (που διαφέρει από την ηθική, σεξουαλική, σωματική και ψυχική ντροπή) και αφορά ορισμένες πλευρές της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, οι οποίες, ανάλογα με το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, αποτελούν αντικείμενο στιγματισμού ή/και αυτοστιγματισμού.
Αλλοτε είναι η φυλή (ο ξένος, ο αποδιοπομπαίος τράγος), άλλοτε το θρήσκευμα (ο Εβραίος, ο μουσουλμάνος) και άλλοτε το κοινωνικό-οικονομικό στάτους (ο άνεργος, ο φτωχός, ο περιθωριοποιημένος). Η ντροπή, εξαιτίας της φτώχειας, έχει αναμφισβήτητα μια αντικειμενική βάση που αποτιμάται με αριθμούς, έστω αυθαίρετους, στις σχετικές έρευνες (εισόδημα, όριο φτώχειας κ.ά.). Εχει όμως και μια συμβολική διάσταση που συνδέεται με τις σχέσεις κυριαρχίας και εξουσίας. Με αυτή την έννοια, η ντροπή έχει να κάνει με τις πραγματικές και συμβολικές μορφές ταπείνωσης που ασκούν καθημερινά οι ισχυροί στους ανίσχυρους, οι πλούσιοι στους φτωχούς, οι εκμεταλλευτές στους εκμεταλλευόμενους.
Η κοινωνική ντροπή ωστόσο κρύβει το αληθινό της πρόσωπο, καθώς βιώνεται ως υποκειμενική κατάσταση, ένα προσωπικό ή οικογενειακό βίωμα που παραπέμπει διαρκώς στην εικόνα του εαυτού και στην εικόνα που έχουν οι άλλοι, οι σημαντικοί και «ασήμαντοι» άλλοι, για το άτομο. Η φτώχεια προκαλεί συναισθήματα που είναι τόσο πιο επώδυνα όσο αποφεύγουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για το τι σημαίνει «ντρέπομαι».
Ντρέπομαι που απλώνω τα χέρια για να αρπάξω στον αέρα μια σακούλα με ντομάτες, ντρέπομαι που η επιβίωση των παιδιών μου εξαρτάται από τις αγαθοεργίες των φιλεύσπλαχνων, ντρέπομαι που δεν έχω λεφτά να φτιάξω τα χαλασμένα δόντια μου, ντρέπομαι που δεν έχω μια αξιοπρεπή δουλειά, ντρέπομαι που η ζωή μου εξαρτάται από την ατομική φιλανθρωπία και τις υπηρεσίες πρόνοιας.
Ντρέπομαι γιατί όλα τούτα σημαίνουν πως δεν είμαι αυτόνομος άνθρωπος, δεν είμαι σαν τους άλλους. Είμαι ένα τίποτα. Και το χειρότερο: ντρέπομαι που ντρέπομαι. Μια γειτόνισσά μου, της οποίας ο σύζυγος είναι άνεργος εδώ και 8 μήνες, μου έλεγε τις προάλλες: Το χειρότερο είναι οι μέρες που το ψυγείο είναι άδειο και τότε αποφεύγω να κοιτάξω τα παιδιά στα μάτια. Ντρέπομαι που το ψυγείο είναι άδειο. Κι ύστερα ντρέπομαι που ντρέπομαι για μένα και τον άνδρα μου, γιατί ξέρω πως δεν κάναμε κάτι κακό για να ζούμε έτσι. Η ντροπή, έγραφε ο Erving Goffman, σε στιγματίζει και συγχρόνως σε διαλύει. Σταδιακά, οι άνθρωποι της ντροπής αφήνονται, εγκαταλείπουν τον εαυτό τους και την προσπάθεια να καταπολεμήσουν την ταπεινωτική τους κατάσταση.
Μοιάζουν έτσι όλο και περισσότερο με εκείνον τον ασήμαντο ανθρωπάκο στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι για τον οποίο ο κορυφαίος συγγραφέας αναρωτιόταν με ανάμεικτα συναισθήματα οίκτου, περιφρόνησης και θυμού: « Γιατί ο Ζαρνίτσιν αφέθηκε να πεθάνει απ’ την πείνα έχοντας εξήντα χρόνια ζωής ακόμα; Γιατί δεν έγινε κι αυτός Ρότσιλντ; Ποιος φταίει που δεν έχει εκατομμύρια σαν τον Ρότσιλντ, που δεν έχει βουνά τα χρυσά ρούβλια και τα ναπολεόνια; Ενα ολάκερο βουνό σαν εκείνα που βλέπει κανείς στα πανηγύρια της Αποκριάς; Μια και ζει, σημαίνει πως όλα, τα πάντα, είναι στην εξουσία του! Ποιος φταίει που δεν το καταλαβαίνει;».
Πράγματι οι φτωχοί, οι αποκλεισμένοι, οι εξαθλιωμένοι μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν τη δύναμή τους. Ισως επειδή δεν έχουν ούτε τα μέσα ούτε τον χρόνο να συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν το παρόν και την πολυτέλεια να σχεδιάζουν το μέλλον τους. Οταν μάλιστα τα παιδιά των κοινωνικά αποκλεισμένων αποστρέφονται τη μόρφωση, καταλαβαίνοντας πως τίποτα δεν έχουν πια να προσμένουν από το σχολικό σύστημα, τότε είναι βέβαιο ότι το μέλλον της απόγνωσης, αλλά και της υποταγής, θα διαρκέσει πολύ.
Το περίεργο είναι πως οι ολίγοι ισχυροί και οι άλλοι διεφθαρμένοι της εξουσίας δεν νιώθουν καμία ντροπή. Κι ας ουρλιάζουν τα πλήθη «ντροπή σας!». Αυτοί δεν ντρέπονται παρά μόνο για τις εικόνες της αθλιότητας που κάνουν τον γύρο του κόσμου και προσβάλλουν τη χώρα. Ισως επειδή καταλαβαίνουν πως, αν αφεθούν σε τέτοια συναισθήματα, θα διαλυθούν εσωτερικά. Και τότε δεν θα μπορούν να αφοσιωθούν στο υψηλό έργο της διάσωσης του έθνους και του λαού. Αφήστε που κάποιος απ’ αυτούς μπορεί να πηδήξει από κανένα μπαλκόνι. Οχι, βέβαια, επειδή είναι άνεργος και ταπεινωμένος, αλλά επειδή κατάφερε να νιώσει, έστω για μια στιγμή, ντροπή.
Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εφημερίδα των Συντακτών
tvxs